Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Ο αρχηγός των ξένων είχε σκεφθή επί τινας στιγμάς και κατενόησεν ότι δεν ώφειλε να υποχωρήση. — Λοιπόν, τι κάμνομεν; είπε προς τον Πρωτόγυφτον. — Ό,τι αγαπά ο αφέντης, απήντησεν ούτος. — Όλα τα &μέσα& τα έχομεν, είπεν εκείνος τονίζων την λέξιν. — Χμ . . . έκαμεν ο Πρωτόγυφτος. — Ιδού, εψιθύρισεν ο ξένος. Και έθηκεν εις την παλάμην του Γύφτου υπερμέγεθες βαλάντιον.

Ο νέος τα έχασε και ηγνόει τι ώφειλε να πράξη, Η Αϊμά είχεν ανασηκωθή επί της κλίνης και εθεώρει με μεγάλους οφθαλμούς, βοηθεία του διπλού φέγγους, όπερ εισεχώρει διά της ανοικτής θύρας και διά της επωροφίου ρωγμής, τον Πρωτόγυφτον και τον Μάχτον, χωρίς να εννοή τι συνέβαινεν. Εν τοσούτω δε είχον αφυπνισθή υπό του συμβάντος θορύβου ο Βούγκος και η γραία Γύφτισσα.

Διότι ουδέν τω όντι είχε καταφύγιον. Ούτω παρήλθεν η νυξ εκείνη. Μετά τρεις ώρας υπέφωσκεν η ηώς. Η Αϊμά δεν είχε κλείσει τους οφθαλμούς, ο δε Πρωτόγυφτος απεκοιμήθη καθήμενος και έρρεγχεν. Εις την Αϊμάν είχεν επέλθει η ιδέα να σηκωθή και να φύγη εγκαταλείπουσα τον Πρωτόγυφτον, αλλά δεν είχε σθένος φυσικόν ή ηθικόν να πράξη ούτω.

Ήτο δε τοσούτω φοβερώτερος ο κίνδυνος ούτος, όσω η Αϊμά, ως πάντες, ηγνόει ποίοι τινες ήσαν οι αγορασταί και τις ο σκοπός των. Όσον διά τον Πρωτόγυφτον, ούτος εκάθητο ήσυχος εγγύς αυτής, και ουδ' υποπτεύων υπό ποίων λογισμών κατείχετο η νέα. Δεν ησθάνετο την ανάγκην του ν' απολογηθή προς την Αϊμάν, αλλά τη έλεγεν ηρέμα·

Κατανυγείς την καρδίαν, έκρινεν επίκαιρον να εμφανισθή, και ανοίξας την θύραν, εισήλθε. Το πρώτον κίνημα όπερ έκαμεν, ήτο να νεύση προς τον Πρωτόγυφτον ίνα αποσυρθή. Ούτος δε αφορμήν περιέμενε, και εξήλθεν ευθύς, προτού η Αϊμά προλάβη να τον παρατηρήση. Αλλ' όμως έστρεψεν ακολούθως το όμμα και είδε την αφάνειαν του Γύφτου. Τότε περιέφερε μετά τρόμου το βλέμμα επί του προσώπου του Πλήθωνος.

Όσον διά τον Πρωτόγυφτον, ούτος δεν εκινείτο, και ίσως θα είξευρεν ότι δεν ηδύνατο ν' ανοιχθή η θύρα. Η Αϊμά στραφείσα, εύρε κατάραν τινά να εκφράση, και τω είπε·Δαίμονα! μ' επρόδωσες. — Εγώ; είπεν ο Γύφτος. — Εσύ. — Γιατί; — Η πόρτα δεν ανοίγει. — Και τι φταίω εγώ; . . — Μου είχες υποσχεθή . . ., ήρχισε να λέγη η Αϊμά, και ο λόγος της εκόπη.

Τοιούτον μελοδραματικόν αίσθημα, το κατ' εμέ, δεν ηδυνάμην να δώσω εις την Αϊμάν, αφού δεν ήτο βέβαιον ότι η Αϊμά ηρωτεύετο τον Μάχτον. Και πώς η Αϊμά, αυτή κινδυνεύουσα, φοβείται διά τον Μάχτον, όστις δεν κινδυνεύει; Τούτο είνε δυσνόητον. Έπειτα ο Μάχτος κρατεί ακίνητον τον Πρωτόγυφτον επίτηδες, διά να δώση καιρόν εις την Αϊμάν να φύγη, ως να προϋπήρχε συνεννόησις μεταξύ των δύο περί της φυγής!

Περιμένεις εδώ, να υπάγω αντικρύ να αγοράσω ψωμί; — Περιμένω, είπεν η Αϊμά. Εις τον Πρωτόγυφτον επήλθεν η ιδέα ότι η Αϊμά ηδύνατο ευκόλως να φύγη, αν την άφηνε μόνην. Μεταμεληθείς λοιπόν είπε·Ειμπορεί να φοβήσαι να σ' αφήσω μοναχήν. Καλλίτερα να έλθης μαζή μου. Αυτοί οι χωριάταις δεν μας γνωρίζουν. Πάμε μαζή; — Πάμε, είπε μετ' αδιαφορίας η Αϊμά.

Η κόρη ήθελε να τον ερωτήση πού ήτο ο πατήρ της, αλλ' ηδέσθη και δεν τω απέτεινε τον λόγον. Διότι ο σκοπός δι' ον εζήτει τον Πρωτόγυφτον ήτο ένοχος και δεν ηδύνατο να τον εκφράση. Επεθύμει να πέμψη αυτόν εις το μοναστήριον, όπως μάθη τι απέγεινεν έν πρόσωπον, υπέρ ου εμέριμνα. Ελυπήθη διότι δεν εύρισκε τον Πρωτόγυφτον.

Έπειτα το κόσμιον και χρηστόν του ήθους απήλαυνε πάσαν κακήν υπόνοιαν. Μετά τινας ημέρας ο ξένος απέκτησε πολλήν οικειότητα εν τω χαλκείω. Αι προς τον Πρωτόγυφτον συνδιαλέξεις του καθίσταντο διεξοδικαί και δεν εγίνοντο παρουσία άλλων. Περί την δύσιν του ηλίου έβλεπε τις τους δύο τούτους ανθρώπους καθημένους υπό βράχον τινά υψηλόν, αρκετά μακράν της καλύβης, και συνδιαλεγομένους εμπιστευτικώς.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν