United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όταν ήκουσε τας φωνάς: «Προ Κρίστοόταν είδε την βάσανον απειραρίθμων θυμάτων, άτινα θνήσκοντα ωμολόγουν την πίστιν και εδόξαζον τον Θεόν, κατενόησεν ότι ήτο αμάρτημα και να ζητή τις χάριν! Εν τοσούτω παρεκάλει ακόμη, προσηύχετο με τα χείλη στεγνά: »Χριστέ! Χριστέ! λυπήσου την και ο Απόστολός σου δέεται δι' εκείνην! » Έπειτα έχασε τας αισθήσεις του και ελησμόνησε πού ευρίσκετο.

Ήθελε να ίδη διαβάτας πυκνούς πληρούντας την οδόν, και αμάξας αλλεπαλλήλους παρερχομένας, και καταστήματα πλήρη αγοραστών και περιέργων, και θόρυβον πολύν, και ζωήν, και κίνησιν. Ήθελε ν' αγρυπνήση άκων εκ της τύρβης της μεγαλοπόλεως. Αλλ' η προσδοκία του απέμεινεν εσφαλμένη, και ταχέως κατενόησεν, ότι μάτην ηγρύπνει.

Το απροσδόκητον φαινόμενον διήρκεσεν επί πολλήν ώραν, μεθ' ο κατενόησεν ο Αμπελογιάννης ότι είχεν απορροφήση πάντα τα νάματα του καταπληκτικού Αχελώου μέχρι παντελούς αποξηράνσεως. Εγερθείς του ύπνου προς ουδένα έφρασε την οπτασίαν, αλλ' αύτη επί τρεις κατά συνέχειαν νύχτας επανήλθε και σπουδαίαν ενεποίησε τότε εντύπωσιν εις την παράθερμον του νεανίου διάνοιαν.

Η σαρξ, το καθαρώς ανθρώπινον, ετιμήθη και εδοξάσθη βραδύτατα εν ταις νεωτέραις κοινωνίαις διά της αναπτύξεως της χριστιανικής ιδέας του θεανθρώπου. Ο Πλάτων ούτε την ιδέαν του αγαθού διώρισε σαφώς, ούτε συνέλαβε την αληθή φύσιν του Απολύτου όντος. Τούτο κατενόησεν ο Αριστοτέλης, αντί του Αγαθού ανακηρύξας υπερτάτην αρχήν την Νόησιν.

Τούτο άριστα κατενόησεν ο τότε νεώτατος εν Λονδίνω επιτετραμμένος κ. Γεννάδιος, όστις, διπλωμάτης δεξιός, κάτοχος της αγγλικής άριστος, δεινός του καλάμου χειριστής, κατέπεισε δι' εκθέσεων και δι' άρθρων την τε ελληνικήν κυβέρνησιν και τον αγγλικόν κόσμον, ότι κοινόν είχον συμφέρον να έλθωσιν εις συμβιβασμόν.

Ο αρχηγός των ξένων είχε σκεφθή επί τινας στιγμάς και κατενόησεν ότι δεν ώφειλε να υποχωρήση. — Λοιπόν, τι κάμνομεν; είπε προς τον Πρωτόγυφτον. — Ό,τι αγαπά ο αφέντης, απήντησεν ούτος. — Όλα τα &μέσα& τα έχομεν, είπεν εκείνος τονίζων την λέξιν. — Χμ . . . έκαμεν ο Πρωτόγυφτος. — Ιδού, εψιθύρισεν ο ξένος. Και έθηκεν εις την παλάμην του Γύφτου υπερμέγεθες βαλάντιον.