United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αίφνης ήκουσε γυναικείαν φωνήν γνωστήν, η οποία τον εχαιρέτα εξ αποστάσεως και στραφείς είδε την Ζερβούδαιναν πορευομένην προς την αυτήν διεύθυνσιν. Η χήρα είχε καλάθι περασμένον εις τον βραχίονα και εβάδιζε με το σύνηθες γοργόν της βήμα.

Ήκουσε τον γέροντα όπισθέν του ασθμαίνοντα και, σύρας προς το στήθος του το σχοινίον, εκράτησε τον όνον. Ο χωρικός έσπευσε το βήμα και ήλθε πλησίον του. — Τι έπαθες, παππά μου; Τι στέκεις; — θα καταίβω ν' αναίβης συ, και όταν κουρασθώ, αλλάζομεν. — Καλέ, τι λόγος! Να καθίσω εγώ και να περιπατής εσύ! — Είσαι κουρασμένος, γέρο μου. — Εγώ κουρασμένος! Βαστούν ακόμη τα κόκκαλά μου κ' έννοια σου!

Ο Καλίφης, αφού τον εχαιρέτησε με όλον το σέβας, του είπε· πως έχοντας ακούσει από πολλούς την φήμην του καλού του ονόματος δεν ημπόρεσε να υποφέρη που να μην έλθη να τον απολαύση, και να λάβη την τιμήν να ιδή με τα μάτια του τα όσα ήκουσε να του διηγηθούν.

Την στιγμήν εκείνην, ο Φάλκος ήκουσε λάλημα πετεινού, το οποίον δεν εφαίνετο να είναι από πολύ πλησίον, αλλ' ούτε και μακρόθεν.

Τωόντι, ενώ ο Αλυάττης ήλπιζεν ότι ήτο μεγάλη σιτοδεία εις την Μίλητον και ο λαός εις άκραν στενοχωρίαν, αίφνης ήκουσε παρά του κήρυκος τα εναντία εκείνων τα οποία εφρόνει. Εγένετο λοιπόν η ειρήνη και συνεφώνησαν να ήναι εις το εξής φίλοι και σύμμαχοι· αντί δε ενός ναού, ο Αλυάττης έκτισε δύο εις την Ασσήσην και εθεραπεύθη εκ της νόσου.

Μετά τινας ημέρας νέον άγγελμα θα έφερεν εις αυτόν την απόφασιν του θανάτου. Ο Πετρώνιος ήκουσε την είδησιν απαθής και γαλήνιος. Έπειτα είπε: — Θα φέρης εις τον κύριόν σου έν πολύτιμα» δοχείον, το οποίον θα σου δοθή κατά την αναχώρησίν σου. Ειπέ εις αυτόν, ότι τον ευχαριστώ ολοψύχως, διότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα δυνηθώ να προλάβω την απόφασιν. Και εξερράγη εις γέλωτα.

Και την ημέραν εκείνην το αυτό συνέβη, και το παράδοξον, ότι μόλις εσηκώθη η Περμάχου, ευχομένη «περαστικά» κατά το σύνηθες, και η ασθενής εστήλωσε τα ώτα, προσβλέπουσα διά της ημικλείστου μεινάσης θύρας προς τον εξώστην, καθ' ην διεύθυνσιν εξήλθον αι δύο γραίαι. Ήκουσε τους ψιθυρισμούς των, και η όψις της έγινε πελιδνοτέρα ή όσον ήτο. Διέκρινεν άρα την δύσηχον φράσιν της γραίας κακομάντιδος;

Ούτε ανθρώπινον ον ήτο πού, ούτε συνέβη τι, ούτε ψόφος τις ηκούετο. Ενόησεν ότι είχε καταστή παίγνιον των ονείρων. Επανήλθεν εις την καλύβην λίαν κατηφής. Ήναψε λύχνον και πλησιάσας σιγά εις την κλίνην, όπου εκοιμάτο αόρατος η Αϊμά, διότι το σανίδωμα την απέκρυπτεν από των βλεμμάτων, έτεινε το ους. Ήκουσε την ομαλήν και ηρεμαίαν αναπνοήν της νέας, ήτις εκοιμάτο ως αρνίον.

— Ο μεν Πρωταγόρας λοιπόν, αφ' ου με ήκουσε να λέγω αυτά, είπεν· Πρωταγόρας Όπως θέλεις, Σωκράτη. — Ο δε Πρόδικος και ο Ιππίας και οι άλλοι πολύ με παρεκίνουν να είπω εγώ. Εγώ δε είπον ως εξής· Σωκράτης Την γνώμην μου τουλάχιστον διά το τραγούδι αυτό θα προσπαθήσω να σας την εκθέσω.

Γνωρίζω πολύ καλά ότι εκείνος ακούων λόγον του Λυσίου δεν τον ήκουσε μόνον μίαν φοράν, αλλ' επαναλαμβάνων πολλάς φοράς αυτόν, παρεκάλει τον Λυσίαν να του τον λέγη· αυτός δ' επείθετο προθύμως· και όμως εις τον Φαίδρον ουδέ ταύτα ήσαν αρκετά, αλλ' εις το τέλος παρέλαβε το βιβλίον και επέστησε την προσοχήν του εις όσα μέρη του ήρεσαν, κ' έκαμνε τούτο καθήμενος από το πρωί, έως ότου εκουράσθη κ' εξήλθεν εις περίπατον, καθώς εγώ μα τον κύνα νομίζω, αφού έμαθεν απ' έξω τον λόγον, εκτός αν ήτο τις πάρα πολύ μακρός.