Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Η δε κυρία, προσποιηθείσα ότι δεν ήκουσε φράσιν του εγκωμιαστικήν διά την υπομονήν του κορασίου, εξηκολούθει συνδιαλεγομένη με την μικράν της, αλλά τόσον ησύχως, ώστε μόλις ηκούετο ο ψιθυρισμός των.

Ήκουσαν αι θυγατέρες ότι τον θησαυρόν του Μοναστηρίου έλαβον ως ήτο μετά του αρχαίου κυλινδρικού δοχείου, του οποίου το επικάλυμμα έφερε την εικόνα του Ευαγγελισμού, ήκουσε και ο καπετάν-Θοδωρής ότι ο θησαυρός απετελείτο εκ χρυσών νομισμάτων αυστριακών, γαλλικών και τουρκικών.

Ήκουσεν από τινων οψοπωλείων τους σαρδελλοπώλας παίδας πανηγυρίζοντας μεγαλοφώνως το έωλον εμπόρευμά των, ήκουσε τον κρότον μιας αμάξης κατευθυνομένης αργά εις τον σταύλον της, ήκουσε το παροίνιον άσμα διαβατών τινων, παράδοξον εχόντων την αναβολήν, είδε και δύο αστυνομικούς κλητήρας, μειδιώντας ευσυνειδήτως προς τας βωμολόχους ευφυολογίας των αδόντων. Αλλά τόσον μόνον.

Μόλις ετοιμάζετο να κάμη την κίνησιν, ο φίλος εις τον οποίον είχεν επιβάλει σιωπήν του είπε και αυτός δυο λέξεις εις το αυτί και τον έκαμε να ησυχάση αμέσως. — Αλλά τότε, εβροντοφωνούσε με μεγάλην φωνήν, μία γραία κυρία, ο κύριός σας Μπουγιάρ ήτο όχι μόνον τρελλός, αλλά και εντελώς ηλίθιος τρελλός! Διότι σας ερωτώ, ποίος ήκουσε να ομιλούν περί ανθρώπου-σβούρας; Θα ήτο παράξενον.

Η Γερακούλα, αν και αι αναμνήσεις της από της θαλάσσης ήσαν τόσον πικραί, με χαράν ωσαύτως το ήκουσε το χαρμόσυνον άγγελμα, θεωρήσασα τούτο ως άνωθεν προωρισμένον υπό της θείας προνοίας, δεν εσυλλογίσθη καν τας θλίψεις και την αβεβαιότητα του θαλασσινού βίου. Άλλως, τι εν τω κόσμω είνε βεβαιότερον;

Η κόρη, άμα ήκουσε ταύτα, ηθέλησε να τον συλλάβη, αλλ' ο κλέπτης εν τω σκότει τη έδωκε την χείρα του νεκρού. Και εκείνη μεν εκράτησε ταύτην, νομίζουσα ότι κρατεί την χείρα αυτού του ιδίου· ο δε κλέπτης, αφήσας αυτήν, εξήλθε της θύρας και έφυγεν. 6.

Ήκουσε προσέτι τον γέροντα να λέγη, ότι ο Θεός είναι η αιωνία αγάπη και επομένως, όστις αγαπά τους ανθρώπους εκτελεί την υψηλοτέραν των εντολών του.

Ήτο κρίμα, έλεγον, να χαθή κατ' αυτόν τον ασεβή τρόπον γέρων τόσον αγαθός. Ιδού δε τι επενόησεν ο σοφός ούτος Πρωτεύς διά ν' αντιμετωπίση πάντα ταύτα και πώς διέφυγε τον κίνδυνον. Άμα ήκουσε τούτο ο λαός, ο οποίος απετελείτο από ανθρώπους πτωχούς και χάσκοντας διά βοηθήματα, ήρχισε να φωνάζη ότι είνε φιλόσοφος, ότι είνε φιλόπατρις και να τον ανακηρύττη οπαδόν του Διογένους και του Κράτητος.

Εξ αιτίας απ' αυτό αναγκάστηκε να το ειπή με άλλα λόγια. Άμα ήκουσε τα λόγια αυτά η Κώσταινα, τάχασε ολότελα. Δεν ήξερε τι έλεγε. Δε μπορούσε να σταθή στα ποδάρια της, ούτε να πάη εκεί που ήθελε. Άλλου ήθελε να πάη, κι' άλλου πήγαινε. Ήθελε να δείξη τη χαρά της με λόγια, αλλά δε μπορούσε να πη τα λόγια, που ήθελε. Στο τέλος της δέθηκε κι' η γλώσσα! Δεν ήξερε τι έκανε.

Αφού ήκουσε λοιπόν αυτά ο Σωκράτης, μου εφάνη ότι ευχαριστήθη διά τα επιχειρήματα του Κέβητος, και, αφού έρριψε το βλέμμα του επάνω εις ημάς, είπε· Πάντοτε ο Κέβης εξετάζει και ευρίσκει μερικά επιχειρήματα και δεν συνηθίζει να παραδέχηται αμέσως ό,τι και αν ήθελεν ειπεί κανείς.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν