Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Η θύρα ηνοίχθη, αλλ' ουδείς εισήλθεν. Ο Μάχτος έχων τους οφθαλμούς ανοικτούς και πάσχων συνήθως εξ αϋπνίας, είδε μόνον πρόσωπά τινα εις το σκότος, ιστάμενα εκτός. Ο Πρωτόγυφτος ήρχισε σιγανήν μετ' αυτών συνδιάλεξιν. Ο Μάχτος ήκουσε μόνον ασυναρτήτους λέξεις. — Λοιπόν καιρός; είπεν είς εκτός της θύρας. — Καιρός, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Κοιμώνται όλοι; ηρώτησεν αύθις ο αυτός άνθρωπος.
Ήδη, ότε ασυνήθης αίγλη ήρχισε να διαυγάζη εν τω αιθέρι, ότε οι ύμνοι των θεών ήρχισαν αύθις να πληρώσι τας ήχους, ότε τα αγάλματα μέλλουσι να επανιδρυθώσι και οι βωμοί να καπνίζωσιν, ήδη η ελπίς σου διεσείσθη και φόβος σε κατέλαβεν; Άνοιξον τους οφθαλμούς και τείνον τα ώτα. Μόλις είχε προφέρει τας τελευταίας λέξεις η Δρυάς, και ο Πλήθων ήκουσε μακρόθεν θεσπεσίαν αοιδήν αντηχούσαν.
Ακούοντας λοιπόν εκείνοι τα συμβάντα, και βλέποντές με εις τοιαύτην ταλαιπωρίαν, έλαβον σπλάγχνα οικτιρμών εις εμένα· με επεριποιήθησαν, μου έδωκαν και έφαγα αρκετά, με ένδυσαν που ήμουν σχεδόν γυμνός, και όταν ετελείωσαν το φόρτωμα του καραβιού, με επήραν εις την συντροφιάν τους, και φθάνοντες εις το νησί που ήτον η πατρίδα αυτών, με επαράστησαν εις τον βασιλέα των· ο οποίος όντας βασιλέας μεγαλοπρεπής, ευγενικός, φιλόδωρος και ευεργετικός, αφού ήκουσε το ναυάγιον μου, και τα επακολουθήσαντά μοι δυστυχή συμβεβηκότα, με επαρηγόρησε, με επεριποήθην και επρόσταξε τους υπηρέτας του να μου δώσωσιν όλα μου τα χρειαζόμενα εις ανάπαυσιν και ζωοτροφίαν μου.
Διότι δεν υπήρχε μόνη η Μανιά γραία εις το χωρίον. Ήτο η γρηά Κομνιανάκαινα, κατοικούσα εις μικράν καλύβην αμέσως εντός της πύλης του φρουρίου. Αυτή πρώτη ήκουσε το μαντάτον από τους δύο παραγυιούς του κηπουρού, του Κωνσταντή του Άγγουρα, οπού εμβήκαν το βράδυ στο Κάστρον.
Οι ιατροί δεν ημπόρεσαν να μου τον ιατρεύσουν· όθεν από αυτούς έχασα τες ελπίδες μου, και δεν μου έμειναν άλλες παρά να προστρέξω εις του λόγου σου, ελπίζοντας ότι διά μέσον των προσευχών σου προς τον Καισάγια θα λάβω το ποθούμενον. Ο μέγας Δερβύσης αφού ήκουσε τες παρακάλεσες του βασιλέως, του απεκρίθη λέγοντας.
Κατόπιν πάλιν, ενώ το έδενε, εκ νέου έκαμε κίνημα να το λύση, με σκοπόν να πάρη άλλα δύο ή τρία ακόμη. Αίφνης τότε ήκουσε το βήμα της μητρός της έξω. Βιαστικά έδεσε το κομπόδεμα, και το έβαλεν εις την θέσιν του. Ολίγας ημέρας μετά τον γάμον, η γραία ανεκάλυψε την κλοπήν. Αλλά δεν ηθέλησε να είπη τίποτε εις την κόρην της.
Ο ποιμήν απομείνας πλέον οριστικώς να εξυπηρετήση την κολλήγισσαν, επέστρεφεν από του φούρνου κομίζων καίοντα ακόμη τα ωραία χριστόψωμα με τα σισάμι και το μαυροκούκκι πιτουρισμένα, ότε ακούει ότι δύο-τρεις άλλοι χωρικοί, οι βαδίζοντες, ως είδομεν, προ του Μπάρμπα-Σταύρου, επιστρέψαντες διότι ήτο αδύνατον να προχωρήσουν, διηγούντο ότι ο Μπάρμπα-Σταύρος δεν τους ήκουσε και επροχώρει μόνος του μέσα εις τα χιόνια, δύο και τρία μπόια βάθος.
Από του σκεπαστού και περιφράκτου εξώστου, η δυστυχής το Ουρανιώ είχεν ακούσει την λέξιν του Αργυράκη, και αφήκε την κραυγήν εκείνην. Η άστοργος θεία, ήτις από έτους και πλέον δεν είχε καλημερίσει την ανεψιάν της, ήκουσε την γοεράν κραυγήν, και λησμονήσασα τότε τα δύο στρέμματα του αγρού, έτρεξε προς βοήθειαν της περιαλγούς κόρης.
— Εδώ είσαι, αδερφέ, κ' εγώ σε γυρεύω! εφώναξεν αίφνης ο Σταύρος, ερχόμενος πλησίον του. Ο Δημήτρης εξηκολούθει τηρών την θέσιν του ακίνητος, ως να μην ήκουσε. — Ακούς! τι στέκεις αυτού, σαν κολώνα; φόρεσε το φέσι σου και πάμε επανέλαβεν ο Σταύρος, κινών αυτόν από του βραχίονος. Ο Δημήτρης εστράφη τότε, παρετήρησε τον σύντροφόν του μ' έκπληξιν, έστρεψε το βλέμμα πέριξ κ' εφόρεσε το φέσι του.
Ο Τρέκλας δεν είχεν ακούσει ούτε τον μονότονον κρότον της σφύρας επί των λίθων, ούτε τον δούπον του πηδήματος του ικριοβάτου. Αλλά παραδόξως, φαίνεται, διότι τώρα μόλις είχεν εντελώς αφυπνισθή, ήκουσε τον άλλον τούτον κρότον, τον θρουν ον έκαμεν ο ξένος όπως κρύψη υπό το φύλλωμα τα εργαλεία του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν