Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Η κόρη εξήλθε, κατέβη στον δρόμον, κ' η θεία της ήνοιξε το παράθυρον και την ενεθάρρυνε. Μετά πέντε λεπτά ήκουσε την φωνήν της, οπού εκάλει την κόρην του καπετάν Λυμπέρη. — Τι είνε; Ποιος φωνάζει; — Κατέβα να σου πω. Ήκουσε μικρόν θόρυβον, συνεννοήσεις, φωνάς της παιδίσκης από τον δρόμον, της μητρός της από το μπαλκόνι. Και μίαν τελευταίαν παραγγελίαν: — Ας είνε, πήγαινε. Ναρθής γλήγορα.

Η Ζεμπρούδα ήκουσε πολύ μέρος από τα όσα μου είπεν ο Αναΐππης, και βλέποντάς με σκεπασμένων με ξεσχισμένα φορέματα, ω Ουρανέ, εφώναξε, τι δηλοί τάχατε ετούτη η μεταβολή; τι σου είπεν άρα γε εκείνος ο άνθρωπος; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, ο Κατής είνε ένας πολύ κακότροπος άνθρωπος, μα αυτός θέλει είνε ο ίδιος τζελάτης της κακής του διαθέσεως.

Αι δυστυχίαι της ανθρωπότητος, επί δεκατέσσαρας αιώνας, ήσαν η τιμωρία αυτής, διότι σε παρεγνώρισε. Δεν παραπονούμαι δι' όσα υπέφερα, αρκεί ότι θα ίδω τον θρίαμβον του δόγματος. Εις σε αφιερώ την κόρην ταύτην, αξίωσον αυτήν της δόξης και της αθανασίας. Το μέγιστον δώρον, όπερ δύναται θνητός να προσφέρη εις θνητόν... Διεκόπη. Ήκουσε και πάλιν παρατεταμένον θρουν όπισθέν του. Ηκροάσθη επί μακρόν.

Αλλά καθ' ην στιγμήν εκινείτο ο Μανώλης διά να πλησιάση, ήκουσε θόρυβον εις το παράθυρον και στραφείς είδε να προκύπτη μεταξύ των βασιλικών η φέσα του Θωμά και ήκουσε την γογγυστικήν φωνήν του γέροντος να λέγη: — Ένα χρόνο θα τσι ταΐζης τσόρνιθες; Έλα μέσα που σε θέλω.

Ουδ' εαυτήν δε άφινεν έξω της κατηγορίας, αλλά εμαίνετο διότι ήκουσε τον άνδρα και όχι την καρδίαν, η οποία έπαλλεν εις τα στήθη της τόσον σφοδρώς, όπως πιστόν κυνάριον αδιακόπως υλακτεί κ' εμποδίζει τον αυθέντην του να εξέλθη του οίκου, όπου παραφυλάσσουν δολοφόνοι. — Όχι, δεν έπρεπε νάρθω· συνεπέρανε τέλος. Κ' εξηκολούθησε τυλίσσουσα περί την άτρακτον το μαλλίον και σκεπτομένη.

Τον συνεβούλευσαν δε να λάβη συμμάχους τους δυνατωτάτους των Ελλήνων. Όταν ο Κροίσος ήκουσε τας αποκρίσεις τας οποίας τω έφερον, ησθάνθη χαράν άμετρον. Ελπίζων ότι αναμφιβόλως θα κατέστρεφε το βασίλειον του Κύρου, έπεμψεν εκ νέου εις τους Δελφούς, μαθών προηγουμένως τον αριθμόν των κατοίκων, και διένειμεν εις έκαστον δύο στατήρας χρυσού.

Ο γράψας την επιστολήν εκείνην έμελλε να αποθάνη. Και πελιδνός τρόμος τους κατέλαβεν όλους, διότι ήκουσαν την επιστολήν ταύτην. Αλλ' ο Πετρώνιος εγέλασε γέλωτα ειλικρινή και φαιδρόν, ως να επρόκειτο περί θείου αστεϊσμού και περιαγαγών το βλέμμα του εις όλους τους συνδαιτυμόνας είπε: «Φίλοι, αποβάλετε πάντα φόβον. Ουδείς εξ υμών θα σπεύση να καυχηθή ότι ήκουσε την επιστολήν ταύτην.

Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσίαν της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβόλου του κτήματος, και η οικία η ακκουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν όπου ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις το παράθυρόν και έκραξε·

Δηλαδή με όποιους νόμους ανατραφούν, όταν αυτοί με κάποιαν θεϊκήν μοίραν μείνουν ακίνητοι εις μακρόν διάστημα, ώστε κανείς να μην ενθυμήται ούτε να ήκουσε ότι άλλοτε ήσαν διαφορετικοί από σήμερον, τότε σέβεται και φοβείται η ψυχή να μετακινήση κάτι τι από τα υπάρχοντα τότε καθεστώτα. Λοιπόν πρέπει έκαστος πολίτης να σκεφθή μέθοδον, πώς να συμβή τούτο με οποιονδήποτε τρόπον εις την πόλιν.

Ευτυχώς βλέπει αιφνιδίως εκεί ένα ίππον προσδεδεμένον εις κορμόν δένδρου, και ακούει φωνήν ανθρωπίνην. Δύο άνθρωποι εκάθηντο παρά την οδόν και συνδιελέγοντο. Η Αϊμά δεν ήκουσε τι έλεγαν, καθότι δεν είχε περιέργειαν ν' ακούση λέξεις, αλλ' επεθύμει φωνήν ανθρωπίνην. Τους εχαιρέτισε και διέβη. Αλλ' αίφνης η φωνή του ενός των δύο ανθρώπων παρήγαγε παλμούς εις την καρδίαν της. Η νέα εσταμάτησεν άκουσα.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν