Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Αυτός εμίσευσεν επιταυτού από την Βάρσα χωρίς να ζητήση θέλημα του βασιλέως πατρός του· επειδή ήκουσε να ομιλούν διά της θυγατρός σου την ωραιότητα και ετρώθη τόσον που αποφάσισε διά να έλθη να την στεφανωθή εις γυναίκα του. Αυτός θέλει να γένη ετούτο το συνοικέσιον με το μέσον μου, το οποίον το έχω εις μεγάλην χαράν, διατί αυτό θέλει είνε μέσον που να μας φιλιώσει.

Την στιγμήν ταύτην τω εφάνη ότι ήκουσε ρογχασμόν τινα κοιμωμένου εντός του οικίσκου, και τόσω μείζονα σπουδήν ησθάνθη όπως απομακρυνθή τάχιστα. — Υπάγωμεν γρήγορα, είπε λαμβάνων την Αϊμάν εκ της χειρός. — Δεν μπορώ, Μάχτο. Και ο Σκούντας την έσυρεν αυθαδώς. Αλλ' η νέα αντέστη ειπούσα. — Ας περάση λίγο, διά να έλθω εις τον εαυτό μου. Ο Σκούντας ηναγκάσθη να περιμένη.

Ο Κτησίας Κτησιόχου ο Κνίδιος έγραψε περί της χώρας των Ινδών και των κατοίκων πράγματα, τα οποία ούτε ο ίδιος είδεν, ούτε από άλλον ήκουσε διηγούμενα. Έγραψε δε και ο Ιαμβούλος περί του ωκεανού πολλά παράδοξα• αλλ' αν και το ψεύδος του δεν κρύπτεται, από την διήγησίν του όμως δεν λείπει η τέρψις.

Τι έχεις και φωνάζεις; Εγώ δεν ήξευρα τι να είπω· εν τοσούτω απήντησα·Φωνάζω εγώ την κατσίκα μου, τη Μοσχούλα! . . . Με σένα δεν έχω να κάμω. Καθώς ήκουσε την φωνήν μου, έκλεισε το παράθυρον κ' έγεινεν άφαντη. Μίαν άλλην ημέραν με είδε πάλιν από το παράθυρόν της εις εκείνην την ιδίαν θέσιν.

Ο Τρέκλας ήτο εξηπλωμένος περαιτέρω επί χθαμαλωτέρου εδάφους, απέχοντος περί τα εκατόν βήματα από του μέρους ένθα απέθηκε τα εργαλεία του ο άνθρωπος. Ήκουσε τον θρουν, είδε την σκιάν του ξένου, και αυτομάτως ανεσηκώθη. — Ποίος είνε; είπεν. Αλλά παραχρήμα εμαζεύθη πάλιν υπό την κάπαν του και εμουρμούρισεν·Αν είνε κλέφτης, τόσο χειρότερα! Τι με μέλει εμέ να ανακατωθώ; Δεν σου τα έλεγα, Χόμο;

Είδε διά των κλειστών βλεφάρων το χυθέν εντός του δωματίου φως, ήκουσε την γυναίκα του προσαγορεύουσαν τον Γεροθανάσην, ήκουσεν ότι ο λεπρός τον θέλει... Αλλ' η τελευταία του γέροντος φράσις και το δεύτερον της συζύγου του «Κύριε ελέησον» τον αφύπνισαν εντελώς.

Ο Αγγελής, έν των παιδίων, ήκουσε ζωηρότατα τον μεταλλικόν κρότον, αγροίκησε πολύ καλά το μέρος εις το οποίον είχον πέσει τα κέρματα, και κύψας και ψηλαφών ήρχισε να τα μαζώνη με την φούχταν, ενώ τα άλλα παιδία έτρεχαν κατόπιν του φεύγοντος Παλούκα, ρίπτοντα λίθους και κράζοντα·Να κι' άλλη ζυγιά! Να κι' άλλη ζυγιά!

Το δε χαμόμηλον ηυχαρίστησε τον Πλάστην του, ότι ήτο ταπεινόν και ασήμαντον άνθος, και όταν ο ήλιος εβασίλευσεν, έκλεισε τα φύλλα του και απεκοιμήθη, και ωνειρεύετο τον ήλιον και την κίχλαν. Όταν εξημέρωσε, το άνθος ήνοιξε πάλιν τα κάτασπρα φύλλα του και τα ήπλωσε προς τον ήλιον, και ήκουσε την φωνήν της κίχλας. Αλλά δεν εκελαδούσε χαρούμενη καθώς χθες.

Συγχρόνως χιονόνερον κατάπυκνον εθάμβωσε τους οφθαλμούς του και δεν είδε πλέον τίποτε. Ήκουσε μόνον ροήν αφρίζοντος ύδατος, πληρούντος την «Γαλανομμάταν» κ' ησθάνθη τον πάτερ-Γαλακτίωνα μυκώμενον: «Του οποίου πνιγήκαμε, καπετάνιο μουΆλλο τίποτε δεν ήκουσε πλέον ο Μανώλης, ούτε είδε.

Ο Κύρος τον ήκουσε και διέταξε τους διερμηνείς του να τον ερωτήσωσι ποίον επεκαλείτο· πλησιάσαντες ούτοι τον ηρώτησαν, αλλά παρήλθεν αρκετή ώρα πριν αποκριθή.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν