United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, έβλεπεν η πτωχή το πέλαγος ισταμένη επί της σκοπιάς, επί του ανεμομύλου εκείνου, εφ' ου αυθαδώς προσέκρουον όλοι οι άνεμοι. — «Ούτε καράβια 'στό γιαλό, ούτε πουλιά 'στόν κάμποΕμουρμούριζεν η γραία και υπέστρεφε περίλυπος, ενώ ο βορράς έπνεε μετ' ακαθέκτου μανίας, μεταβάλλων εις νέφη της θαλάσσης τα κύματα. Η ημέρα επροχώρει και ο βορράς εξηγριούτο φοβερώτερος.

Την στιγμήν ταύτην τω εφάνη ότι ήκουσε ρογχασμόν τινα κοιμωμένου εντός του οικίσκου, και τόσω μείζονα σπουδήν ησθάνθη όπως απομακρυνθή τάχιστα. — Υπάγωμεν γρήγορα, είπε λαμβάνων την Αϊμάν εκ της χειρός. — Δεν μπορώ, Μάχτο. Και ο Σκούντας την έσυρεν αυθαδώς. Αλλ' η νέα αντέστη ειπούσα. — Ας περάση λίγο, διά να έλθω εις τον εαυτό μου. Ο Σκούντας ηναγκάσθη να περιμένη.

Εκ των υστέρων θα φανή, ότι είχε την απόφασίν του και ότι όλα τα προοίμια ταύτα ήταν μεμελετημένα. — Και γιατί δεν κάνει καλόν καιρό ο Χριστός, παπά, αν θέλη να πάνε να τον λειτουργήσουνε στην εορτή του, είπεν αυθαδώς ο μάστρο-Πανάγος. Ο ιερεύς τον εκοίταξε με λοξόν βλέμμα, και είτα ηπίως του είπε·

Παρετήρησα ότι τουλάχιστον τα δύο τρίτα των συνδαιτυμόνων ήσαν κυρίαι, μεταξύ των οποίων περισσότεραι της μιας πολύ απείχον να είναι ενδεδυμέναι κατά την τελευταίαν παρισινήν μόδαν. Πλείσται κυρίαι, παραδείγματος χάριν, αι οποίαι επέρασαν τα 70 έτη, επεδείκνυον μεγάλην ποσότητα κοσμημάτων, δακτυλιδίων, βραχιολίων και ενωτίων, άφιναν δε τα στήθη των και τους βραχίονας αυθαδώς γυμνούς.

Οι δύο αχώριστοι φίλοι, ο είς στολισμένος τα εορτάσιμα, ο έτερος με τα μόνα ενδύματά του, ο πρώτος φέρων εις τους πρησμένους πόδας του πατημένα πέδιλα, ο δεύτερος ανυπόδητος, άρχισαν το πρωί, απολείτουργα, την περιοδείαν των από την μίαν άκρην της κωμοπόλεως εις την άλλην. Μίαν φοράν, ο Πέτρος ο Γύφταρος, με ελαφρότητα κάπως, είχεν ειπεί αυθαδώς, ότι «σηκώνουν τα υψώματα» οι δύο τους.

Άμα δε παρουσιάσθησαν και οι δύο, ο Αστυάγης, ατενίσας προς τον Κύρον, τω είπε· «Συ λοιπόν, υιός τοιούτου άνθρωπου, ετόλμησες να φερθής τόσον αυθαδώς προς τον υιόν τούτου όστις είναι μεταξύ των πρώτων οίτινες με πλησιάζουσιν;» Ο δε Κύρος απεκρίθη· «Δέσποτα, έπραξα συμφώνως με το δίκαιον· τα παιδία του χωρίου, μεταξύ των οποίων ήτο και αυτός, παίζοντα, με εξέλεξαν βασιλέα, διότι τοις εφάνην ο μάλλον επιτήδειος διά να τους διοικήσω.

Τότε ο πρώτος των εφημερίων, προσεγγίζων εις τας πύλας κελεύει επιτακτικώς κρούων αυτάς και κράζων: «— Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης!» Ο δε έσωθεν των κεκλεισμένων πυλών παρά τα κλείθρα υποκρινόμενος τον Άδην ερωτά αυθαδώς: «— Τις εστίν ούτος ο βασιλεύς της δόξης

Τι με θέλεις, πατέρα; εψέλλισεν η Αϊμά. — Είσαι διά ταξείδι, είπεν ο Γύφτος. — Διά ταξείδι; επανέλαβεν ο Μάχτος απορηματικώς. — Θα υπάγης μαζύ με τους φίλους μου εκεί, είπεν αυθαδώς ο Πρωτόγυφτος, δείξας την θύραν. — Διά πού, πατέρα; ηρώτησεν ενεός ο Μάχτος. — Δεν είνε δουλειά σου, εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Σύρε να πλαγιάσης. Γμρου!