United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα την δέσετε με σχοινιά; είπε ψυχρώς ο Πρωτόγυφτος. — Όχι, φίλε. Δυνάμεθα να την φυλάξωμεν, τόσοι άνθρωποι ένοπλοι. — Είσθε πολλοί; — Είμεθα οκτώ. — Έξ βλέπω, είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Οι άλλοι δύο φυλάττουσι τα υποζύγια. — Πού είνε; — Ιδού αυτοί. — Ποίοι είνε αυτοί, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος, εγερθείς και πλησιάσας εις την θύραν. — Κοιμήσου, Μάχτο, είπεν αυστηρώς ο Πρωτόγυφτος. Μην ονειρεύεσαι;

Ε, δεν ακούτε; Ποίος διάβολος σας έβαλε να μαλόνετε έτσι; Δεν μας μέλει. Τι λέγω εγώ; Χμ.. Γρ.. Όρεξι που είχα να κάμω τέτοια κουταμάρα. Φταίγω εγώ; ας έλειπε αυτός και τα υπέρπυρά του. Κέφι που το έχετε να τρώγεσθε έτσι τόσην ώρα! Βούγκο! Μάχτο! ησυχάσετε. Τίνος το λέγω; Θα σας σκοτώσουν. Μη βαρεθήκατε τη ζωή σας; Ε, Βούγκο! εσένα το λέγω. Άφησε αυτόν τον άλλον, είνε τρελλός. Εσύ κάμε φρόνιμα.

— Ο Μάχτος! εξεφώνησε περιχαρής η Αϊμά. — Ο Μάχτος, βέβαια, είπε παρωδών ο Τρέκλας, συναισθανθείς ότι δεν ηδύνατο να βεβαιώση το πράγμα. — Ω Μάχτο! είπεν η Αϊμά. — Να είσαι έτοιμη, είπεν ο Τρέκλας. — Έτοιμη; — Θα έλθη να σε πάρη. — Ω, πότε; είπεν η Αϊμά. — Σε λίγο, είπε διφορουμένως ο Τρέκλας. — Καλώς να έλθη. Ω Μάχτο! — Μου έδωκε κ' ένα γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. — Γράμμα; — Ναι.

Εγώ ονειρεύομαι; — Σύρε να πλαγιάσης, Μάχτο, επανέλαβεν αμειλίκτως ο Γύφτος. Αλλ' η τελευταία αύτη παρακέλευσις επήνεγκε το εναντίον του σκοπουμένου αποτελέσματος. Αφύπνισε τον Μάχτον ολοσχερώς. Διότι μέχρι τούδε ο Πρωτόγυφτος δεν ηπατάτο λέγων ότι ο Μάχτος ωνειρεύετο. — Θα μου πης, πατέρα, τι είνε; έκραξεν ανυπομόνως ο νέος. — Όταν ξυπνήσης, Μάχτο, είπε σαρκαστικώς ο Πρωτόγυφτος.

Συ είσαι νιος και βλέπεις. — Ε, πώς νυστάζω. — Α, υπναρά. — Άφσε με να κοιμηθώ. — Νάνι, νάνι, το μικρό. — Ωχού, ουχού! έκαμεν ο Βούγκος χασμώμενος. — Δεν ακούς και τον Μάχτο; — Πού 'νέ τος; — Σηκώθηκε. — Τι κάνει; — Μιλά με τον πατέρα σου. — Ε, άφσε τους να 'μιλούν. — Και συ να κοιμάσαι; Δεν χόρτασες τον ύπνο; Ο Βούγκος δεν απήντησε πλέον.

Έλα λοιπόν γρήγορα, φίλτατε Μάχτο, και σε περιμένω νύκτα και ημέραν...... Τοιαύτην επιστολήν εσχεδίαζεν η Αϊμά. Πριν ή αποκοιμηθή, ανηγέρθη επί μίαν στιγμήν και έσβυσε τον λύχνον. Είχε συνειθίσει ήδη εις το σκότος. Είπε καθ' εαυτήν ότι δεν ηδύνατο να ίδη όνειρα, αν άφηνε τον λύχνον ανημμένον. Τέλος έκλεισε τους οφθαλμούς και εταλαντεύετο μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως.

Διότι αδύνατον σχεδόν ήτο να οδηπορήσωσι την νύκτα. Η νέα εξηκολούθει να τον ερωτά πάντοτε·Πού θα υπάγωμεν, Μάχτο; Ο ψευδής Μάχτος απήντα δι' είδους ανάρθρου υποτονθορισμού εις τας ερωτήσεις ταύτας. Απέφευγε δε το να συνάψη συνδιάλεξιν μετ' αυτής.

Έτοιμη, έτοιμη, Μάχτο! υπάγωμεν, ευθύς· ω, ήλθες, Μάχτο! — Υπάγωμεν, επανέλαβεν εκείνος. Μην αργής!... — Τώρα να ενδυθώ, Μάχτο! Νανάψω το φως. — Ω μην ανάπτης φως, είπε μετά τρόμου ο αποκαλών εαυτόν Μάχτον. Θα μας ίδουν. — Έχεις δίκαιον. Περίμενε να εύρω το φόρεμά μου. Και η Αϊμά εψηλάφησεν εν τω σκότει, ευρούσα δε τας εμβάδας της, εφόρεσεν αυτάς ταχέως, είτα την εσθήτα της.

Αι δυνάμεις δε του νέου ενέδιδον εις τούτο, αλλ' όμως δεν ήθελε να τον αφήση. Ότε ανηγέρθη ο Βούγκος, εύρε τους δύο παλαίοντας ακριβώς παρά την θύραν. — Τι είνε, Μάχτο; Τι έχεις, πατέρα; τι επάθετε; Και ερρίφθη να τους χωρίση. Ο Μάχτος δεν ηδύνατο επί πλέον ν' αντιστή. Άλλως δε ορμεμφύτως ενόησεν ότι ο κίνδυνος ήτο αλλαχού του λοιπού, και αφήσας τον πατέρα του, ώρμησε και εξεπήδησε της θύρας.

Ωδήγησε δε αυτήν εις τον υπόγειον διάδρομον, τον άγοντα προς την μικράν θύραν. — Πού υπάγομεν, Μάχτο; ηρώτησεν η Αϊμά, αισθανθείσα σκότος και υγρασίαν. — Εις την θύραν, απήντησεν υπόκωφος η φωνή του ανθρώπου εκείνου. Η Αϊμά δεν απηύθυνε δευτέραν ερώτησιν. Ότε έφθασαν εις την ορσοθύραν, ο ψευδής Μάχτος απέσπασε τον βραχίονα από της χειρός της Αϊμάς και εψηλάφησε να εύρη τους μοχλούς της θύρας.