United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ’ όταν κλαίη τις μόνος, τα δάκρυα τότε είναι αληθή και πικρά, ως πάσα εν τω κόσμω αλήθεια. Κρότος βημάτων εις τον διάδρομον απέσπασε μετ’ ολίγον την Ιωάνναν των θλιβερών αυτής λογισμών, και ανοιχθείσης της θύρας, εισήλθεν η Ηγουμένη, κρατούσα εκ της χειρός αγένειον νεανίσκον, φέροντα το ένδυμα του Αγ.

Εάν δε κανείς αποσπά έξω από αυτά, ας θεωρηθή ένοχος και, αν καταδικασθή, ας πληρώνη την διπλασίαν της σημειωθείσης βλάβης εις εκείνον, από τον οποίον τον απέσπασε. Αλλά ας συμμαζεύη και τον απελεύθερον, εάν δεν περιποιήται τους απελευθερώσαντας αυτόν, ή περιποιείται όχι επαρκώς.

Από την εποχήν καθ' ην μετέφερε πέτρας διά την οικοδομήν, ο ημίονος τον είχε πάρη τόσον από φόβον, ώστε άμα τον είδε πλησιάζοντα διά να τον μεταδέση εις την νομήν, απέσπασε τον πάσσαλον εις τον οποίον ήτο δεμένος και έφυγεν έντρομος. Ο Μανώλης τον κατεδίωξε βλασφημών και ρίπτων κατ' αυτού μεγάλους βώλους χώματος, διότι λίθοι δεν υπήρχον εις το λιβάδι.

Ας δεχθώμεν δε ως τοιαύτας και εκείνην η οποία μας απέσπασε γενικώς από την ζωώδη αλληλοφαγίαν, καθώς λέγει η παράδοσις, και την αποκαταστήσασαν ημάς εις την νόμιμον τροφήν, θα είναι δε οι παλαιότεροι εύσπλαγχνοι εις ημάς καθώς και είναι. Ποίοι όμως είναι αυτοί ας το αφήσωμεν κατά μέρος.

Και τώρα, αφού κατώρθωσε να ψαλή η Ανάστασις εις την Αγία Αναστασία, εις το ύπαιθρον, αφού απέσπασε τόσους βοσκούς από τα κατάμερα τα άλλα, αφού τους εκουβάλησε μεσάνυχτα, από την Αγία Αναστασία εις την Παναγίαν Δομάν, με τας γυναίκας των, με τα παιδιά των, με τα κοπάδια των, με τα κατσικάκια βελάζοντα σπαρακτικώς περί τας αίγας, έμμελλε πάλιν να καταδικασθή να υποστή την πρωτοκαθεδρίαν αυτού του Γιώργη τ' Παναγιώτ', ως γεροντοτέρου, ως έχοντος τάχα δικαιώματα.

Αν εκ τούτου του προοιμίου περιμένης υψηλόν τι και έξοχον, οικτρώς πάλιν απατάσαι· δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παλληκάρι του χωριού που μου απέσπασε την ζωηράν αυτήν συμπάθειαν. — Ως συνήθως, θα διηγηθώ κακώς. Και συ, ως συνήθως, θα με εύρης, υποθέτω, υπερβολικόν. Πάλιν λοιπόν το Βαλάιμ και πάντοτε το Βαλάιμ παράγει τα σπάνια φαινόμενα.

Ήθελα οι οφθαλμοί μου να μη έβλεπον ποτέ το φως του ηλίου! . . Δυστυχία μου! . . Ουαί! Ουαί! Υψώσας την φωνήν εξέπεμπε σπαρακτικάς κραυγάς. Αλλ' ο Πετρώνιος αιφνιδίως απεφάσισε να ρίψη τον κύβον και να παίξη την τύχην του διά μιας. Τείνας την χείρα, απέσπασε ταχέως το μανδήλιον, το οποίον ο Νέρων είχε περί τον λαιμόν του, και το έθεσεν επί του στόματός του.

Ούτος δεν είδεν ούτε τον τοιχωρύχον, καθ' ου ωρύετο απειλητικώς ο Χόμο, ούτε το ίκριον, όπερ είχε πήξει, ουδ' ήκουσε τον κρότον της σφύρας του· ώστε οι φόβοι τούτου ήσαν υπερβολικοί. Και όμως δεν έχασε καιρόν, αλλ' επήδησεν εκ της σανίδος, εφ' ης επάτει, και ευρέθη εις το έδαφος μετά της σφύρας του. Απέσπασε τα τρία ξύλα, έβαλε τους λίθους εις τας θέσεις των, και ητοιμάζετο να φύγη.

Ωδήγησε δε αυτήν εις τον υπόγειον διάδρομον, τον άγοντα προς την μικράν θύραν. — Πού υπάγομεν, Μάχτο; ηρώτησεν η Αϊμά, αισθανθείσα σκότος και υγρασίαν. — Εις την θύραν, απήντησεν υπόκωφος η φωνή του ανθρώπου εκείνου. Η Αϊμά δεν απηύθυνε δευτέραν ερώτησιν. Ότε έφθασαν εις την ορσοθύραν, ο ψευδής Μάχτος απέσπασε τον βραχίονα από της χειρός της Αϊμάς και εψηλάφησε να εύρη τους μοχλούς της θύρας.

Όταν δε ο δυστυχής ούτος ήλθε και ετραγούδησεν εις τας θύρας της Ακαδημίας, όπως συνείθιζε να τραγουδή εις τα πρόθυρα όλων, τον ήρπασε και αφού τον απέσπασε διά της βίας από τας χείρας της Μέθης και τον παρέλαβε πλησίον της τον ηνάγκασε να πίνη μόνον νερόν, τον εδίδαξε την εγκράτειαν, απέσπασε τους στεφάνους από την κεφαλήν του και αντί να κατακλίνεται και να πίνη, του εδίδαξε λόγους σκοτεινούς και ανιαρούς, οι οποίοι κουράζουν το πνεύμα του με σκέψεις.