United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις έφθασεν ο Ιησούς εις Κανά, και αξιωματικός τις εκ της γειτονικής αυλής Ηρώδου του Αντίπα, μαθών την άφιξίν Του, ήλθε και επιμόνως τον παρεκάλει να καταβή εις Καπερναούμ και θεραπεύση τον θνήσκοντα υιόν του. Αν και ο Κύριος ουδέποτε εισήλθεν εις την πόλιν Τιβεριάδα, όμως η φωνή του Ιωάννου είχεν αντηχήσει πολλάκις, προξενούσα ταραχήν μετά σεβασμού, εις την αυλήν του φιληδόνου τετράρχου.

Πώς δε εισήλθεν εις τον κόσμον το κακόν δεν δύναμαι να σας είπω, διότι οι άνθρωποι δεν συμφωνούσι περί τούτου.

Ο Περίλαος υπήκουσεν, αφού δε εισήλθεν εις τον ταύρον και τον έκλεισα, διέταξα ν' ανάψουν υπό το μηχάνημα πυρ και του είπα• Τώρα λάβε την αμοιβήν την οποίαν αξίζει η θαυμαστή σου τέχνη και ως διδάσκαλος της μουσικής άρχισε πρώτος να παίζης.

Αλλ' όμως η συνδιάλεξις αύτη μοι εφάνη αλλόκοτος και εκέντησε την περιέργειάν μου. Καθημένη επί τινος ξυλίνου σκίμποδος, με τας χείρας κατεσκεύαζον το ξαντόν, με τα ώτα δε ηκροώμην, και με τους οφθαλμούς έβλεπον εις την θύραν, δι' ης έμελλε να εισέλθη ο κατάσκοπος. Τέλος εισήλθεν ούτος.

Η θύρα ηνοίχθη, αλλ' ουδείς εισήλθεν. Ο Μάχτος έχων τους οφθαλμούς ανοικτούς και πάσχων συνήθως εξ αϋπνίας, είδε μόνον πρόσωπά τινα εις το σκότος, ιστάμενα εκτός. Ο Πρωτόγυφτος ήρχισε σιγανήν μετ' αυτών συνδιάλεξιν. Ο Μάχτος ήκουσε μόνον ασυναρτήτους λέξεις. — Λοιπόν καιρός; είπεν είς εκτός της θύρας. — Καιρός, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Κοιμώνται όλοι; ηρώτησεν αύθις ο αυτός άνθρωπος.

Εν τω μεταξύ τούτω ο εκ της Λας εξελθών στόλος περιπλεύσας την παραλίαν εισήλθεν εις τον λιμένα της Επιδαύρου και επέδραμε κατά της Αιγίνης.

Ποδαλγός, πονών, ήτο εξηπλωμένος επί του ξηρού εκείνου μενδερίου, εγγύς ημισβόστου εστίας, χωρίς όρεξιν καπνίζων το τσιμπούκι του, ότε εισήλθεν η γραία μήτηρ της νύμφης του. — Δεν 'νομάζεις Θεό, καπετάν-Μαμμή; Επανέλαβε μετά δακρύων η γραία τρέμουσα από οργήν. — Καλά που σ' έφερεν η τύχη μου μέσατα χέρια μου! Εκραύγασεν αίφνης ο καπετάν-Μαμμής.

Ο Βινίκιος έμεινε γονυπετής πλησίον της κλίνης, εν προσευχή. Η ψυχή του ετήκετο εις απεριόριστον έρωτα. Ελιποθύμησεν. Ο Θεοκλής εισήλθεν επανειλημμένως εις τον κοιτώνα. Πολλάκις ανασηκώνουσα το παραπέτασμα της θύρας, η Ευνίκη επρόβαλλε με την κατάχρυσον κεφαλήν της. Τέλος οι γερανοί, τους οποίους είχον ανεγείρει εις τους κήπους, ήρχισαν να κροτώσιν, αγγέλλοντες την αυγήν.

Ευθύς δε μετ' ολίγον εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το δωμάτιόν μου ο στενός μου φίλος Δημήτριος Κ . ., ωχρός, τεταραγμένος, και πριν ή προφθάσω να τον ερωτήσω τον λόγον της τόσον πρωινής του επισκέψεως·Δεν ηξεύρεις; . . . μου είπε, μόλις κατορθών να αρθρώση τας λέξεις του. Ο Σοφής ηυτοκτόνησε! — Ο Σοφής; ποιος Σοφής; ηρώτησα εγειρόμενος εν ταραχή. — Ο Αλέξανδρος. — Πώς; πότε; διατί;

Και ο θάνατός μου ας πέση επί σε και τους αδελφούς σου!». Την στιγμήν εκείνην η Λίγεια εισήλθεν, επλησίασε προς τον Κρίσπον με πρόσωπον εμπνευσμένον, και ως ηχώ άλλης τινός φωνής, είπεν: — Κρίσπε! ας τον φυλάξωμεν μεταξύ μας και ας μη τον αφήσωμεν, μέχρις ότου ο Χριστός του αποδώση την υγείαν. — Ας γίνη, όπως επιθυμείς. Εις τον Βινίκιον η ταχεία αύτη υποταγή του Κρίσπου έκαμε βαθείαν εντύπωσιν.