United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σώσε μας, θειακούλα μου· πάρε μας μαζί σου. Ήθελαν να τα πάρη μαζί της τα πτωχά. Αλλά δεν ήτο δυνατόν· ποίος ηδύνατο ν' αντιστρατευθή εις τας επιθυμίας της Κυρά Ρήνης; Η Κυρά Καλή εγνώριζε πολύ καλά, ότι λαμβάνουσα αυτά υπό την προστασίαν της, αντί να τα ωφελήση, εξήγειρε περισσότερον την οργήν της αδελφής της εναντίον των. Αλλ' εκτός τούτου εκινδύνευε και αυτή η ιδία.

Μη φοβάσαι, είπεν ο κυρ-Μοναχάκης, αν λες αλήθεια, δεν τρως ξύλο· μα έλα δω... ειπέ μου τι ξέρεις... γιατί... Η λέξις αύτη ήτο η μόνη ην επρόφερε όπως υποδηλώση την θλίψιν, την οργήν και την εντροπήν του. — Να, μπάρμπα, είπεν αναθαρρήσας και σταθείς εγγύς της θύρας ο παις.

Διότι, όταν μολυνθή το κοινόν αίμα, δεν υπάρχει άλλος καθαρμός ούτε ημπορεί να ξεπλυθή το μολυσμένον πριν πληρώση με φόνον όμοιον τον φόνον η εγκληματήσασα ψυχή και καθησυχάση όλην την οργήν της συγγενείας διά της εξιλεώσεως. Αυτάς λοιπόν τας εκδικήσεις των θεών φοβούμενος κανείς πρέπει να τα αποφεύγη αυτά.

Αν παρέβαινέ τις, έλεγον, την συμβουλήν αυτήν θα μετεμορφούτο ευθύς εις ζώον, όμοιον προς εκείνο από του οποίου το ίχνος θα έπινε. — Άμα πιης, εχαθήκαμε· προσέθηκεν η Μάρω. Ο Γιάννος παρετήρησεν επί μικρόν βλοσσυρώς την πλάκα εκείνην, την φέρουσαν την φοβεράν και αδιάγραπτον εκείνην ρήτραν και του ήρχετο να την κατασυντρίψη, να εκσπάση εις αυτήν όλην του την οργήν.

Αλλ' ενώ ειργάζοντο εις τούτο πολλοί Κνίδιοι, εθραύοντο οι λίθοι εις μικρά τεμάχια και οι εργάται επληγώνοντο πλειότερον του συνήθους εις διάφορα μέρη του σώματος και προ πάντων εις τους οφθαλμούς, όπερ εθεωρήθη ότι προήρχετο από θείαν οργήν. Πέμψαντες λοιπόν εις τους Δελφούς ηρώτων περί της θεραπείας· η δε Πυθία, ως λέγουσιν αυτοί οι Κνίδιοι, απεκρίθη διά των εξής τριμέτρων στίχων.

Ποδαλγός, πονών, ήτο εξηπλωμένος επί του ξηρού εκείνου μενδερίου, εγγύς ημισβόστου εστίας, χωρίς όρεξιν καπνίζων το τσιμπούκι του, ότε εισήλθεν η γραία μήτηρ της νύμφης του. — Δεν 'νομάζεις Θεό, καπετάν-Μαμμή; Επανέλαβε μετά δακρύων η γραία τρέμουσα από οργήν. — Καλά που σ' έφερεν η τύχη μου μέσατα χέρια μου! Εκραύγασεν αίφνης ο καπετάν-Μαμμής.

Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο, 80 κ' έβγαλε δάκρυα• και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη. και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση. και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε•

Τούτο, απεκρίθη με φοβεράν φωνήν ο αντίπαλός μου, είνε ο λάκκος όπου θα σε ρίψουν μετά δύο λεπτά! Κάθε άνθρωπος τον όποιον εγγίζει το σπαθί μου είνε καλός διά θάψιμον. Κάμε γλήγορα την τελευταίαν σου προσευχήν. »Ταύτα ακούων και θεωρών τον λάκκον, τον έτοιμον να με καταπίη, ησθάνθην την καρδίαν μου να γεμίζη όχι από φόβον, αλλ' από φοβεράν οργήν, προ πάντων κατά της αδικίας.

Δεν αμφιβάλλω ότι θα με ελέγατε ηλίθιον βλέποντές με τοιαύτα σκεπτόμενον και θα μου εδίδατε την συμβουλήν να λάβω γενναίας και ανδρικάς αποφάσεις και με την δικαίαν οργήν αδικημένου ανθρώπου να καταδιώξω τους εχθρούς μου και διά παντός τρόπου να εξασφαλισθώ διά το μέλλον.

Πανταχού αντηγωνίζοντο πόλεις και ιδιώται τις πρώτος να τους βοηθήση αναλόγως της δυνάμεως του, είτε διά λόγων είτε δι' έργων· και ο καθείς ενόμιζεν ότι, όπου αυτός δεν ήθελεν είσθαι παρών, η πρόοδος των πραγμάτων θα ημποδίζετο. Τοιαύτην οργήν είχον οι πλείστοι κατά των Αθηναίων, οι μεν θέλοντες να αποσείσουν τον ζυγόν των, οι δε φοβούμενοι μήπως υποκύψουν εις αυτόν.