United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και απ' το καλόκτιστο παλάτι εξήλθ' εκείνος, κ' επήγεν εις τον Πείραιον, 'που πρόθυμα τον δέχθη. τότ' οι μνηστήρες κύτταζαν ένας τον άλλον και όλοι κεντούσαν τον Τηλέμαχον και ανάπαιζαν τους ξένους· και κάποιος τότε ωμίλησε των αποτόλμων νέων· 375 «Τηλέμαχε, κακόξενος, ως είσαι, δεν είν' άλλος· τούτον ως έχεις τώρα εδώ τον ρυπαρόν πλανήτην, 'που τρώγει πίνει αχόρταστος, ούτετην εργασία ούτεταις μάχαις έμπειρος, της γης χαμένο βάρος. και άλλος σηκώθη πάλι εδώ τον μάντη να σου κάμη· 380 αλλ' αν μ' ακούσης πλειότερην ωφέλεια θ' αποκτήσης· εις κάραβο πολύσκαρμον ας φορτωθούν οι ξένοι ν' αποσταλούντους Σικελούς, κέρδος καλό να πάρης».

Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο, σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• «Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350 να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις, και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακήτον ψωμοζήτη». Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου, και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355

Του απάντησε ο γιδοβοσκός• «Ωιμέ, ποιον λόγον είπε ο σκύλος ο παμπόνηρος! κάποτε εις μαύρο πλοίο θα τον περάσω εγώ πολύ μακράν απ' την Ιθάκη, κέρδος να λάβω περισσόν• ότ' είθε μες το δώμα 250 του αργυροτόξου Απόλλωνα τα βέλη να νεκρώσουν σήμερα τον Τηλέμαχον ή η λόγχαις των μνηστήρων, ως ο Οδυσσέας χάθηκε πολύ μακρυάτα ξένα».

Αυτά 'πε, και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι• 410 θαυμάζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά 'μιλούσε. και άρχισεν ο Αμφίνομος λαμπρός υιός του Νίσου του Αρητιάδη βασιληά, και ανάμεσόν τους είπε• «Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός, δεν πρέπει ενάντια να λογομαχή κανείς ή να θυμόνη. 415 τον ξένον μην υβρίζετε μήτε κανέναν άλλον των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. αλλ' ας αρχίση ο κεραστής, και άμα η σπονδή τελειώση θα υπάγουμετα σπίτια μας να κοιμηθούμεν όλοι. τον ξένον ας αφήσουμετο δώμα του Οδυσσέα• 420 ικέτην ο Τηλέμαχος τον έχει και ας φροντίζη».

Μ' οργήν αυτά 'πε και έρριξε κατά την γη το σκήπτρο, 80 κ' έβγαλε δάκρυα• και ο λαός όλος αισθάνθη λύπη. και όλοι οι άλλοι εσίγησαν ουδέ κανείς ετόλμα σκληρή προς τον Τηλέμαχον απάντησι να δώση. και μόνος ο Αντίνοος απάντησέ του κ' είπε•

Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο, την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις, απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν, και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95 εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε. και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη, και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος. ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης, κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100 και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι, ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης. η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105 έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία, απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον, που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν. κ' έφθασαντον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110 «Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσηςτην πατρίδα. και απ' όσ' έχωτο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω• κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115 είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην διαβάτηςτην επιστροφή• και συ να το' χης θέλω».

Αυτά 'πε και όλοι από καρδιάς γελάσαν οι μνηστήρες, και, χάριςτον Τηλέμαχον, ημέρωσ' η οργή τους. και ο χοιροτρόφος πέρασε κ' εστήθη του Οδυσσέα εμπρός και το τόξ' έβαλετα χέρια του γενναίου, και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 380 «Προστάζει σε ο Τηλέμαχος, φρόνιμη Ευρύκλεια, τώρα τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσης των μεγάρων· και αν ακουσθή βόγγος ανδρών και κτύπος εις το δώμα, ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή κανένας έξω, αλλ' αυτούτα έργα τους σιγά καθείς να μείνη». 385