United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια μεγάλη βασίλισσα, ώμορφη σαν την αυγή. Το βασίλειό της ήτανε ωραίο και πλούσιο. Χρόνια και χρόνια ήθελες να ταξιδέψης για να φθάσης από την μιαν άκρη στην άλλη. Κ' είχε το βασίλειό της όλα τα καλά του κόσμου κι' όλες τις ομορφιές της πλάσης.

Η ξένη επανέλαβε: «Μικρόν εισέτι και θα φθάσης εις το τέρμα. Σοι απόκειται της δικαιοσύνης στέφανος». Η Αϊμά δεν είχεν αναγνώσει τας επιστολάς του θείου Παύλου, και ηγνόει ποίος τις ήτο ο στέφανος της δικαιοσύνης, αν και η λέξις αύτη, στέφανος, ήρεσκεν αυτή, αναμιμνήσκων τον έρημον κήπον της, ον μετά τόσης εκαλλιέργει ποτέ στοργής. Τέλος η γυνή τη είπεν εκ τρίτου: «Δεν πρέπει να με καταισχύνης.

Πάρε αυτό το δαχτυλίδι. Είναι ένα σύνθημα μεταξύ εμένα και κείνης. Όταν θα φθάσης στον τόπο της, κατάφερε να περάσης μέσα στην Αυλή, ως έμπορος. Παρουσίασε της μεταξωτά, κάνε ώστε να ιδή το δαχτυλίδι. Αμέσως εκείνη θα βρη τρόπο για να σου μιλήση κρυφά. Τότε πες της ότι η καρδιά μου τη χαιρετά. Ότι μονάχα αυτή μπορεί να μου κάνη καλό. Πες της ότι, αν δεν έρθη πεθαίνω.

Βλέπεις αυτάς εκ των οποίων αναδίδονται αι φλόγες και ο καπνός, μου είπε• η έκτη δε εκείνη είνε των ονείρων η πόλις• και κατόπιν από αυτήν η νήσος της Καλυψούς, η οποία όμως δεν φαίνεται απ' εδώ. Αφού δε περάσης αυτάς, θα φθάσης εις την μεγάλην ήπειρον η οποία είνε η αντίθετος προς εκείνην την οποίαν κατοικείτε.

«Άμοιρε, μη μου οδύρεσαι εδώ συ πλειά, μη φθείρης 160 την ζωή σου, κ' ήδη πρόθυμα πολύ θα σ' αποπέμψω. αλλ' έλα, ξύλα μακρινά με την αξίνα κόψε, πλατειά συνάρμοσε πλωτή, κ' επάνω αυτής σανίδαις στήσε υψηλαίς, 'ς τα σκοτεινά πελάγη να σε φέρη. και άρτο, νερό, και κόκκινο κρασί, 'που δυναμόνει, 165 εγώ θα βάλω εις την πλωτή, μη πάθης από πείνα. θα σου φορέσω φορεσιαίς, και πρύμον θα σου στείλω, όπως συ φθάσης άβλαπτοςτην ποθητή πατρίδα, αν τούτο αρέσει των θεών των ουρανοκατοίκων, οπού καλήτερ' απ' εμέ νοούν και αποφασίζουν». 170

Έρχομαι απ' εκεί, όπου συ μεταβαίνεις, και βαίνω εκεί, όπου θα φθάσης και συ, Κύκλος είνε η οδός μας, και πολλάκις θ' ανταλλάξωμεν χαιρετισμόν διαβάτου, εφ' όσον θα έχωμεν πόδας διά να βαστάζωσι τας κεφαλάς μας, και κεφαλάς διά να βαστάζωσιν οι πόδες μας· και εφ' όσον δεν αποπειραθώμεν να παρεκκλίνωμεν και ν' ακολουθήσωμεν ανάντεις οδούς, φρουρουμένας από φάραγγας, και από πτώματα γεμάτας.

Εισέρχονται ο ΛΗΡ, ο ΚΕΝΤ και ο ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Πήγαινε συ εμπρός να δώσης αυτά τα γράμματα. Μην ειπής εις την κόρην μου τίποτε από όσα ηξεύρεις, εκτός αν σε ερωτήση εκείνη, αφού αναγνώση, το γράμμα. Αν δεν κάμης γρήγορα, θα είμαι εκεί, προτού φθάσης εσύ. ΚΕΝΤ Δεν θα κλείσω μάτι αφέντη μου πριν της δώσω τα γράμματα. Απέρχεται.

ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Λόγου χάριν πώς παίζει. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Ναι, και πώς του αρέσει να πίνη, να σπαθοκοπά, να θεουλίζη, να μαλόνη, να βλέπη αμαρτωλαίς· να φθάσης ημπορείς ως αυτού. ΡΕΫΝΑΛΔΟΣ Τούτο αν ειπούμε, Κύριε, θε να τον ατιμάσωμε.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Την κλίνη θα 'χης πάντοτε την ώρα 'που η καρδιά σου θελήση, αφού τώρ' οι θεοί σ' αξίωσαν να φθάσηςτο σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου. και αφού θεός σου θύμισεν εκείνον τον αγώνα 260 ειπέ μου τον, και, αν ως θαρρώ, κατόπι θα τον μάθω, κακό δεν είναι τώρα ευθύς να μου τον φανερώσης».

Επειδή όμως, καθώς μου φαίνεται, συ βαρύνεσαι φοβούμενος τον κόπον, εγώ ο ίδιος θα γίνω οδηγός σου και θα σε βοηθήσω με προθυμίαν να δέσης τους ορισμούς σου, ώστε να μη φεύγουν, διά να μου εξηγήσης εις την εντέλειαν τι πράγμα είναι το ευσεβές, χωρίς να σταματήσης εις το μέσον του δρόμου, πριν φθάσης εις το συμπέρασμα . Παρατήρησε λοιπόν αν δεν σου φαίνεται ότι είναι απόλυτος ανάγκη κάθε πράγμα ευσεβές εν γένει να είναι συνάμα και δίκαιον.