United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άμα δε εκείνος επλησίασε «Κόψε την κεφαλήν μου, προσέθηκε, διότι εάν με ίδωσι και με αναγνωρίσωσιν, εχάθημεν και εγώ και συ.» Ο αδελφός επείσθη ότι είχε δίκαιον και ηκολούθησε την συμβουλήν του· έπειτα, εφαρμόσας τον λίθον εις την θέσιν του ήλθεν εις την οικίαν του με την κεφαλήν του αδελφού του. 3.

τον κήρυκα ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας•ράχης κομμάτι αφού 'κοψε λευκοδοντάτου χοίρου, 475 πάχος γεμάτ' ολόγυρα, κ' έμενε ακόμη πλήθιο,— «Το κρέας τούτο, κήρυκα, δόσε του Δημοδόκου, να φάγη• θα τον ασπασθώ, αν και θλιμμένος είμαι. τι σέβας έχουν και τιμήτην οικουμένην όλην απ' τους θνητούς οι αοιδοί, ότι τραγούδια η Μούσα 480 αυτούς διδάχνει και αγαπά των αοιδών το γένος».

Και λέγοντας αυτά, άνοιξε μια κασσέλα, έβγαλε τρία ψωμιά και του τα έδωσε, λέγοντάς του: — Σε συμβουλεύω αυτά τα τρία ψωμιά να τα φυλάξης στο δρόμο που θα πας, και να τα πας σπίτι σου απείραχτα. Εκεί, άμα φτάσης με το καλό, κόψε και φάτα με την γυναίκα σου.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Παύσε πλέον τας έριδας, και ετοιμάσου να μάθης τα σχέδιά μου, των οποίων η εκτέλεσις είνε εις την πλήρη εξουσίαν σου. Ορκίζομαι εις το πυρ το ζωογονούν την ιλύν του Νείλου ναναχωρήσω πιστός προς σε στρατιώτης και θεράπων, κηρύττων πόλεμον ή συνομολογών ειρήνην κατά την επιθυμίαν σου. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Έλα, Χάρμιον, κόψε τον στηθόδεσμόν μου.

Ο Μάχτος εστράφη προς την θύραν του κήπου όπως εξέλθη. Η Αϊμά τω είπεν·Έκοψες λουλούδια; — Έκοψα. — Πού είνε; Ο Μάχτος έδειξε το μόνον άνθος όπερ είχε δρέψει. — Αυτό μόνον; Κόψε και άλλα. — Δεν θέλω. — Κόψε και άλλα, επέμεινεν η νέα. Ο Μάχτος κύψας έδρεψεν άνθη, και απήλθεν ευτυχής.

Κόψε με πατέρα! εψιθύρισε μετά δέους ο νεανίας, αλλά το Ξενιώ να μου δώσης! Και κύπτει σιωπηλός, κλίνας τα γόνατα ως ο Ισαάκ υπό την μάχαιραν Αβραάμ του Πατριάρχου. Προς το αιφνίδιον θέαμα ο γέρων συνεκλονίσθη όλος.

Δεσπότη μου, μ' εδέσανε ... Τα σίδερά μου κόψε. — Θανάση, μην είσ' άπιστος ...Δε σε κρατεί κανένας. Ανέβηκαν μεισουρανύς. Πετούν... Πετούν ακόμα .. Αφίνουν πίσω τους βουνά και πέλαγα κι' αστέρια. Τρυγόνια διαβατάρικα που πήγαιναντη Δύση Τους απαντούντα σύγνεφα και τους καλημερίζουν.

Και η γρήγορη στριγγιά φωνή της Ελισάβετ: «Ω, κόψε και κάνε τα κομμάτια τα κορδόνια του κορσέ μουΕίναι λίγα απ' τα πολλά παραδείγματα που μπορεί κανείς ν' αναφέρη.

Υπήγαν ίσα προς το χαμόμηλον, το οποίον δεν εκαταλάμβανε τι το θέλουν. — Απ' εδώ να εβγάλωμεν χόρτον διά την κίχλαν είπε το μεγαλείτερον αγόρι. Και έκοψε έν τετράγωνον τριγύρω εις το χαμόμηλον, και με το ψαλίδι το εχώρισεν από την γην και το ανεσήκωσε. — Κόψε το άνθος, είπε το μικρόν αγόρι. Και έτρεμεν από τον φόβον του το χαμόμηλον, διότι θ' απέθνησκεν, αν το έκοπταν.

τον πρόδομο καθήμενον τον ηύρ', όπου κτισμένην 5 'ς ανοικτό μέρος υψηλήν είχεν αυλήν μεγάλην, καλήν, και γύρω ελεύθερην αυτήν ο χοιροτρόφος, ο κύριός του ενώ 'λειπε, των χοίρων είχε κτίσει, εκείνος, και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης, με συρταίς πέτραις, κ' έφραξε μ' αγραπιδιαίς τριγύρω• 10 και πάλους έστησ' έξωθε πολλούς και απ' τα δύο μέρη, πυκνούς, αφού καλά 'κοψε του δρυού την μαύρη φλούδα. και χοιρομάνδραις δώδεκα μες της αυλής τον γύρο έφθειασεν όλαις σύνεγγυς• και εις καθεμιά κλεισμέναις ευρίσκονταν πεντήκοντα χαμόκοιταις γουρούναις, 15 μητέραις• κ' έξω απ' τα μανδριά τ' αρσενικά κοιμώνταν, αλλ' ολιγώτερα πολύ• ότ' οι μνηστήρες θείοι τα δαπανούσαν, επειδή τ' ολόπαχο θρεφτάρι έστελνε καθημερινάαυτούς ο χοιροτρόφος. και τότ' εσώζοντο απ' αυτούς όλοι τριακόσοι εξήντα• 20 σιμά τους σκύλοι ωσάν θεριά τέσσαρες επλαγιάζαν, 'π' ανάθρεψε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων. κ' εκείνος εις τα πόδια του προσάρμοζε πεδούλια, κόβοντας δέρμα βώδινο, 'που 'χε λαμπρό το θώρι• οι αλλ' είχαν πάγει εδώ κ' εκεί με ταις κοπαίς των χοίρων, 25 οι τρεις, αλλά τον τέταρτοντην πόλιν είχε στείλει μ' ένα θρεφτάρι στανικώς των αυθαδών μνηστήρων, όπως το σφάξουν κ' ευφρανθήτα κρέατα η ψυχή τους.