United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίαν νύκτα εβγάζοντάς την από το μαγαζί εκλείσθηκα μέσα, παίρνοντας μερικήν ζωοτροφίαν και μερικά δηνάρια που μου ευρίσκοντο· έγγιξα τον τροχόν που έκανε να σηκωθή η μηχανική κασσέλα, και ύστερα εγγίζοντας άλλον ένα τροχόν, εξεμάκρυνα από το Σουράτ και από τους χρεοφελέτας μου, χωρίς να τους φοβηθώ πλέον· έκαμα να πηγαίνη η κασσέλα όλην την νύκτα με μίαν ταχύτητα που μου εφαίνονταν να απερνούσε την οξύτητα των ανέμων.

Την τρίτην ημέραν τέλος πάντων, όντας τελειωμένη η κασσέλα, την εσκεπάσαμεν με ένα πεύκι της Περσίας, και εκάμαμεν και την έφεραν εις ένα κάμπον και αποθέτοντάς την εκεί επρόσταξα τους ανθρώπους διά να γυρίσουν εις το σπήτι τους.

Και μένοντες ημείς μοναχοί εκεί, ο ξένος εμβαίνει εις την κασσέλαν και κλείεται μέσα· και εις τον ίδιον καιρόν η κασσέλα εσηκώθη από την γην εις τον αέρα με μίαν μεγαλώτατην ογληγορότητα, που εις μίαν στιγμήν υστερώτερα εξαναγύρισε και εκατέβη εις τα ποδάρια μου. Δεν ημπορώ να ειπώ εις ποίον βαθμόν έμεινα εκστατικός διά ένα παρόμοιον θέαμα.

Τάχα τι λόγο έχει κ' έρχεται η άνοιξι στη γη και πρασινίζουν οι κάμποι και λουλουδίζουν τα δέντρα και μεστώνουν οι καρποί και γίνονται τα ξερά χλωρά και τα ψώφια ξαναζούν; Ποια θέλει ανταμοιβή από τη γη, από τους ανθρώπους, τα δέντρα και τα ζωντανά; Καμμία. Έρχεται και περνά· έτσι ήρθε και θα περάση τόρα και ο Μάγος. Άρχισε να μαυλίζει τα φουσάτα για να τα κλείση πάλι στην κασσέλα.

Ο γέροντας ήταν μάγος, από εκείνους τους μάγους που με τον λόγο ημπορούν να μαρμαρώσουν τη θάλασσα και να θαλασσώσουν τις στεριές. Η δύναμίς του όλη και η μαγεία του ήταν σ' εκείνη την κασσέλα που την έκανε όπως ήθελε: γοργοπόδαρο άλογο στη στεριά, τρεχαντήρι άφταστο στη θάλασσα και πουλί πετούμενο στον αέρα.

Ήταν κασσέλα κ' έμοιαζε σαν χελώνα· ήταν χελώνα κ' έμοιαζε σαν κασσέλα. Τρέχει ο Μπέης, κατεβαίνει τη σκάλα και του πέφτει στα πόδια. — Αμάν γέροντά μου· σώσε μου το χανουμάκι και ό,τι θες από μένα. — Μη φοβάσαι μπρε! του φωνάζει εκείνος άγρια· όσο είμ' εδώ μη φοβάσαι! Μόνον ένα πράμα θα κάμης· να πάρης τη Μπέησα και να φύγης γλήγορα από τον πύργο.

Δος μου το πρόσφορο κι' τ' άναμα, ευλογημένη! της είπε. Η γριά, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, πήρε την προσφορά, και τ' ανάμα, που τα είχε μαζύ στη σκαλοφρύδα, έβγαλε και τρεις κόκκινες λαμπάδες μέσα από μια κασσέλα κι' ανοίγοντας τη θύρα του δωματίου της, του τάδωκε όλα του παπά, ρωτώντας: — Κάνει, δέσποτα μ', να κοινωνήσω, που δεν κοιμήθηκα καθόλου απόψε;

Να εκεί, 'ς τη μεγάλη κασσέλα, που έχει και μεγάλο κλειδί. Έτσι! εξηκολούθησεν, αφού εξετελέσθη η παραγγελία του. Δος μου τώρα το κλειδί, και βοήθησέ με να βάλωμε την κασσέλα αποκάτω από το κρεββάτι για πειό ασφάλεια. — Ασφάλεια; και τι φοβάσαι! να μας πατήσουν κλέφταις;

Σύρε και τη μεγάλη κασσέλα από κάτω απ' το κρεββάτι, να ρίξω μια ματιά στα ρούχα, να τα τινάξωμε πριν φύγωμε, ν' αλλάξωμε και τις λεβάντες για το σκόρο... Η μεγάλη κασσέλα είχε μέσα τα προικιά της Ταρσίτσας, πλούσια προικιά, μεταξωτά και νταντέλλες και κεντήματα ξακουστά σ' όλο το νησί, σαράντα χρόνια τώρα. ... Φύγανε κ' ήρθανε στην Αθήνα. Τρεις μήνες είχε πια η Ταρσίτσα στο σπίτι του παπά.

Και λέγοντας αυτά, άνοιξε μια κασσέλα, έβγαλε τρία ψωμιά και του τα έδωσε, λέγοντάς του: — Σε συμβουλεύω αυτά τα τρία ψωμιά να τα φυλάξης στο δρόμο που θα πας, και να τα πας σπίτι σου απείραχτα. Εκεί, άμα φτάσης με το καλό, κόψε και φάτα με την γυναίκα σου.