United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρίχαπτα πανταχού, πλημμύρα de points d' Angleterre et de point de Bruxelles, κεντήματα βαρύτιμα, φορέματα εξ επικρόκου, αδάμαντες και μαργαρίται εις σχήματα περιδεραίων και πτίλων και χρυσαλλίδων, άνθη χαριέστατα, ωραιότερα των αληθινών, και ουραί . . . ουραί . . . ουραί . . . τόσον μακραί, ώστε εσχίσθησαν, εσχίσθησαν και πάλιν έμειναν.

Κάτω απ' τη μαύρη σκέπη κλαίει ανόχλητα τη χαμένη παρθενιά της η κόρη. — Σωστά· είπε ο Δημητράκης θλιμμένος. Άνοιξε το όλο να ζήσης. Όλο το κέντημα είνε για τον πόλεμό μας ; — Α μπα· εδώ είνε κεντημένη όλη η ιστορία της γενιάς σας. — Της γενιάς μας· ήθελες να πης. — Όπως θες. Και σύγκαιρα ξετύλιξε απάνου στο χορτάρι ένα κομμάτι ατλάζι πλατύ και μακρύ σα σεντόνι. Ήταν όλο γεμάτο από κεντήματα.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγεν η λυγερή Χρυσάιδω, Πανώρια κόρη προεστού, μοναχοθυγατέρα, Οπού δεν είχε ταίρι της σ’ Ανατολή και Δύση Στην ωμορφιά και στην τιμή και στο γλυκό τραγούδι, Κι’ απάνω στα κεντήματα, και στα ξομπλιάσματά της Γλυκό τραγούδιν έδερνε, τραγούδι της αγάπης Με μια φωνή χαρμόσυνη, σαν απ’ αγγέλου στόμα.

Αλλ' ήτο πλουσία κατά την μακράν καστανήν κόμην, πλουσία κατά την υπερήφανον κορμοστασιάν, πλουσία κατά τα κεντήματα και τας γυναικείας τέχνας.

Οι χρωματισμοί των ποικίλων ενδυμασιών των γυναικών απετέλουν εύμορφον αρμονίαν προς τον υπό των ποικίλων ανθέων χρωματισμόν του αγρού, τα λευκότατα πάλιν κολόβια των νεονύμφων άτινα επί τούτω είχον λευκανθή τον Μάρτιον εις τον χαλικόστρωτον αιγιαλόν του Κάστρου ήταν εις ευάρεστον αρμονίαν εγγύς των ερυθρών φουστανιών παιδισκών τινων, εν ώ τα χρυσά κεντήματα του διά κρεμέζης βεβαμένου χιτώνος επί του στήθους φαεινώς ηκτινοβόλουν κατέναντι των ακτίνων του λαμπρού ηλίου.

Σου αρέσουν τα κεντήματα; Σου αρέσει το μαντήλι; Μαρτύρους βάνω το Χριστό και τη Κυρά Παρθένα, Ότι σου τ’ ωριοκέντησα με την καρδιά μου όλη.... Όπως δε θα είταν ικανή καμμιά άλλη να το κάνη.... Πε μου σου αρέσει, Κωνσταντή, τ’ ωριόπλουμο μαντήλι;— Ρίχνει τα μάτια ο Κωνσταντής απάντω στα κεντίδια, Κυττάζει και θυαμαίνεται της κόρης την αξιάδα.

Οπού δεν έχει ταίρι της σ’ Ανατολή και Δύση Στην ωμορφιά και στην τιμή, στη γνώση και στο ξόμπλι... Κυττάζει, συλλογίζεται και δεν απολογιέται, Σα ναύρισκε ένα φταίξιμο, κάποιο βαρύ ψεγάδι, Μες στ’ άπειρα κεντήματα, τα χιλιοξομπλιασμένα, Κι’ η Κόρη από τη βιάση της και τον πολύν καημό της, Του λέγει με ανυπομονησιά και με κρυφή λαχτάρα : — Μη δε σου αρέσει, Κωνσταντή, του γάμου το μαντήλι;

Κι’ ο Κωνσταντής περίφανος για τα κεντήματά της, Πνιγμένος από τη χαρά γυρίζει και της λέγει: — Τι λες, Χρυσάιδω μου γλυκειά; Τι λες, χρυσό μου ταίρι; Και ποια άλλη μπόρεσε ποτέ και ποια άλλη θα μπορέση Στον κόσμο τέτοιο κέντημα χιλιόπλουμο να φκιάση; — Κι’ όμως μου φαίνεται να λες, σαν κάτι να του λείπη. — Αλήθεια κάτι λείπεται π’ αυτό το κέντημά σου.... Αλήθεια μες στ’ αμέτρητα και πλούσια του κεντίδια, Του λείπεται ένα, που έπρεπε καθόλου να μη λείπη.... Αχ! ένα που είχαμε ποτε και που μας λείπει τώρα!