United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν ποίον είδος αμαθείας είναι δίκαιον να θεωρήται ως το ανώτερον; Προσέχετε μήπως και σεις οι δύο εγκρίνετε τους λόγους μου. Εγώ λοιπόν θεωρώ την εξής: ΚΛΕΙΝΙΑΣ. Ποίαν; Όταν κανείς θεωρή κάτι τι ως καλόν ή αγαθόν, και όμως δεν το αγαπά, αλλά το μισή, εκείνο δε το οποίον θεωρεί ως κακόν και άδικον το αγαπά και το προτιμά.

Κάτι να έχης έπρεπεν, ω Γλάμη, να σου λέγη: Ιδού πώς πρέπει να φερθής διά να κατορθώσης εκείνο, που πλειότερον φοβείσαι να το κάμης παρά που έχεις μέσα σου τον φόβον μη δεν γείνη!

Αλλ' ήτο επόμενον ν' αποδίδη τοιαύτην σημασίαν εις την ορχηστικήν ο Σωκράτης, ο οποίος δεν εθεώρει ανάξιον του κόπου και τα μικρά να μανθάνη και εις τα διδασκαλεία των αυλητρίδων εσύχναζε και δεν εθεώρει άτοπον ν' ακούη κάτι τι σπουδαίον από μίαν εταίραν, την Ασπασίαν.

ΕΡΜ. Αυτό σημαίνει ότι είνε γραμμένον ο ένας να φονεύση τον άλλον και ο άλλος να κληρονομήση εκείνον του οποίου το νήμα είνε μικρότερον. Κάτι τοιούτον σημαίνει αυτό το μπλέξιμον.

Τα αγάλματα είνε κάτι μούτρα, κάτι φιγούραις πέτριναις, οπού παριστούν τους αρχαίους θεούς, τον Δία, τον Απόλλωνα, και τους άλλους δεν τους θυμούμαι. — Λοιπόν, έχει τέτοια ο αφέντης σου και τα προσκυνεί; — Σου το είπα. Και όχι μόνον τα προσκυνεί, αλλά τελεί και μυστήρια. — Τι μυστήρια;

Μάζωξε πουθενά δύο ιδέες, βάλ'τις δίπλα τη μια στην άλλη, πάρε κλωστή να τις ράψης, δείξε πως έχεις νου και κρίση, πως κάτι νοιώθεις από λογική, θα σε πουν αμέσως ζουλιάρη. Ζουλιάρης εγώ δεν είμαι. Εγώ προσέχω και προσμένω. Εγώ είμαι καλός. Μου τόταξε και προσμένω. Με πρόφαση ή δίχως πρόφαση, ό τι αιτία κι αν είναι, δεν πρέπει να τον ξαναδιή, δεν πρέπει να της γράψη, λόγο δεν πρέπει να της πη.

Χαίρονταν που ξαναϊδώθηκαν, ελυπόνταν όταν χωρίστηκαν, επονούσαν, κάτι ήθελαν, δεν ήξεραν τι θέλουν. Τούτο μονάχα ήξεραν: ότι τον έναν τον αφάνισε το φιλί και την άλλη το λουτρό. Τους ξάναβε όμως περισσότερο κ' η εποχή. Άνοιξης ήταν πια τέλος κι' αρχή του καλοκαιριού κι όλα στον καιρό τους· τα δέντρα γεμάτα καρπούς, οι κάμποι όλο σπαρτά.

Αλλά και εις την φωνήν δεν είχε, καλέ, κάτι τι από το βέλασμα του τράγου; Έπειτα ήτο κακοζωσμένος, ασυστύλωτος και δεν ήξευρε να περιπατήση στο ίσωμα, αλλά συνεκρούοντο τα σφυρά του και οι πόδες του παρέσυρον και κατεκύλιον τους λίθους της οδού, και εγίνετο χαλασμός κόσμου. Τι πατούχας!

Εκεί που ταξιδεύεις όπως θέλει ο Θεός, πέφτει ο άλλος σαν το στραβό απάνω σου και σ' έκοψε στα δύο. Τώχει τίποτε ο Εγγλέζος στο μεθύσι του απάνω να σε κάνη χίλια κομμάτια; Τι τον μέλει αυτόν; Σ' έκοψε και τραβάει τη δουλειά του. Εγγλέζος είν' αυτός! Η Ουρανίτσα κατάπινε τα λόγια του Λαλεμήτρου σα φαρμάκι. Μα κάτι την έτρωγε μέσα της, νακούη κι' άλλα.

Ο Βέρθερος άρχησε μιαν ασήμαντη ομιλία που τελείωσε σε λίγο, και ο Αλβέρτος το ίδιο. Έπειτα ερώτησε τη γυναίκα του για μερικές παραγγελίες που τις είχε δώσει και όταν άκουσε πως δεν έγειναν ακόμη, της είπε κάτι λέξεις, η όποιες φάνηκαν στον Βέρθερον πολύ ψυχρές, μα και πολύ σκληρές. Ήθελε να φύγη, αλλά δεν μπορούσε.