Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Εκεί που ταξιδεύεις όπως θέλει ο Θεός, πέφτει ο άλλος σαν το στραβό απάνω σου και σ' έκοψε στα δύο. Τώχει τίποτε ο Εγγλέζος στο μεθύσι του απάνω να σε κάνη χίλια κομμάτια; Τι τον μέλει αυτόν; Σ' έκοψε και τραβάει τη δουλειά του. Εγγλέζος είν' αυτός! Η Ουρανίτσα κατάπινε τα λόγια του Λαλεμήτρου σα φαρμάκι. Μα κάτι την έτρωγε μέσα της, νακούη κι' άλλα.
Εκ Θεού! Νά και τα μαλλιά της τα κόκκινα ! Αμ τα μάτι! τί σου λέει το μάτι; Έχει και τα κόκκαλα τα πεταγμένα κάτω απ’ τα μάτια!. . . Η Λιόλια χωρίς νακούη τι λέγανε στην άλλη άκρη πούχε τραβήξη η Κερά Γεώργαινα το τραπέζι κ’ εκεί απάνω είχε όλα του παιδιού τα πράματα-αισθάνθηκε με της μητέρας τη μαντική ψυχή πως κάτι τρομερό γινόταν εκεί αποπάνω απ’ το παιδί της, αισθανόταν τις ματιές των γυναικών που περνούσαν πάνω απ' το κορμί της σαν πνοές παγωμένες, σαν ξουράφια που άγγιζαν ξυστά το πρόσωπό της. . κι ανατρίχιαζε σύσσωμη. . –κι η καρδιά της είχε γίνει κρούσταλλο. . . Μόλις έφυγαν οι Μοίρες, φώναξε της Κερά Γιώργαινας και της ζήτησε το παιδί.
Είτανε τυλιγμένος καλά σε μια κουβέρτα και φορούσε κάλτσες στα πόδια. Έτσι τονέ βγάλαμε όξω κι ο πατέρας τον κρατούσε στα χέρια στη βεράντα, απ' όπου μπορούσε να κοιτάζη κάτω στην ηλιοφωτισμένη αυλή και νακούη τους φαιδρούς σκοπούς του οργανέτου.
Από τότε που πέθανε ο Σβεν και δεν μπορούσε νακούη την κρυστάλλινη φωνή του να σμίγη με τους ήχους του πιάνου, η γυναίκα μου δεν ήθελε να τραγουδήση τους σκοπούς, που τους άκουγε πάντα μόνο εκείνος. Μόλις πίστευα τα μάτια μου όταν την είδα να καθήση στο πιάνο και ναρχίση να παίζη. Και σε λίγο αντηχήσανε στην κάμαρα τα λόγια: Λευκέ μου κύκνε, βουβέ, νεκρέ, δε θα σ' ακούσω τώρα ποτέ.
Δε φτάνει νάχη κανείς ψηφιά όσα χρειάζουνται και ξεχωριστά σημεία με πολύπλοκο αρφάβητο, για να σημειώση τον κάθε φτόγγο που θακούση· πρέπει ταφτί του να προσέχη και νακούη καλά. Πολύ λίγοι ξέρουν τόντις με τι τρόπο μιλούν και μόλις παρατηρούν οι ίδιοι τους τύπους που συνηθίζουν και λεν.
Ξακολούθησα να γράφω ακούραστα κ' η γυναίκα μου καθότανε κοντά στο κρεββάτι του παιδιού, του κρατούσε το χέρι και του διηγότανε παραμύθια όταν είτανε σε κατάσταση νακούη.
Εγώ πάω κάθα μέρα και τήνε θωρώ κιόλο με τα δάκρυα στα μάτια τήνε βρίσκω· κιόλο μου λέει πως αν σούφταιξ' αδερφός τση, αυτή είντα σούκανε και δεν περνάς μπλειο απ' όξω απ' το σπίτι τως νακούη σκιάς το ζάλο σου και να σε θωρή απ' αλάργο. Μια-δυο φορές μόνο λέει έτυχε να σε δη, όντε πάει στη βρύσι γή στην εκκλησά, μα κάνεις πως δεν τήνε θωρείς και ραΐζει η καρδιά τση.
Έκαμε και το θάμα του ο Καπτάν-Μιχάλης ο καημένος, συνηθισμένος νακούη και να μη νιώθη τω δασκάλων τις φυλλάδες. Πώς τάχα ημπορούσα και του τα ξηγούσα, τόσο απλά και ταιριαστά, ακούς, που να δοκιέται όπως κουβεντιάζαμε. Είδα κ' έπαθα να τον πείσω, πως ήταν έτσι τυπωμένα στο χαρτί, όπως του τα διάβαζα, κι ακόμα να πιστέψη. Φτωχολαέ μας, πόσο σε ζημιώνουν οι δάσκαλοί σου!..
Φέραμε το κρεββάτι του Σβεν στην κάμαρα με τη βεράντα για να μπορή νακούη από το ανοιχτό παράθυρο τα πουλιά που κελαδούσαν και τους ανέμους που σφυρίζανε. Εκεί είταν ξαπλωμένος στο λευκό κρεββατάκι του κι όταν σήκωνε τα μάτια, το έκανε περιμένοντας να τον φιλήσουν ή κινούσε ήσυχα τα μικρά, αδυνατισμένα χέρια και τότε σκύβαμε απάνω του γιατί ξέραμε πως ήθελε να μας χαδέψη.
Μου φερνότανε, όπως δε μου φέρθηκε ποτέ από την ημέρα, που βάλαμε το Σβεν ναναπαυτή. Είταν ακόμα αδύνατη και δεν μπορούσε να μιλά πολύ. Μπορούσε όμως νακούη ό,τι της έλεγα. Ήξερε πως ήρθε η άνοιξη και χαιρότανε για τανοιξιάτικα άνθη, που είτανε στο τραπέζι της. — Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε, Γιώργο, είπε. Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε. Πρόφερε τα λόγια αυτά με τον τόνο του πιο μεγάλου πόνου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν