Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Έπεσε αμέσως ανάστηθα από το δεινό καρδιοχτύπι. Φαινότανε σα σκοτωμένος ο ίδιος. Σαν πήρε μερικούς ανασασμούς και συνέφερε, λογιάζει δίπλα του και λείπει ο Δημήτρης. Δεν πήγε αμέσως ο νους του στο σκοπό του Δημήτρη. Ανασηκώνεται να κοιτάζη κάτω στο μονοπάτι, και βλέπει του δόλιου του Πανάγου το κεφάλι ξέχωρο από το κορμί, και το Δημήτρη που σκάλωνε πάλι τους βράχους.
§4 Δεύτερος περσικός πόλεμος και Λαζικοί πόλεμοι Ο μεγαλήτερος ο κίντυνος κ' οι σοβαρώτερες οι ανάγκες που είπαμε παραπάνω είταν από την Ασία. Η ειρήνη με το Χοσρόη δεν είταν πράμα που να κάθεται ο Ιουστινιανός και να κοιτάζη κατά τη Δύση. Τα Δυτικά μάλιστα εκείνα μπερδέματα δίνανε λαμπρή αφορμή του Χοσρόη να ξαναρχίση τα παλιά του.
Κ' η φωνή της είχε έναν τόνο, σα να ήθελε να με μαλλώση, που δεν την ένοιωσα. — Ναι, ναι, είπα. Και χωρίς να νοιώθω τι έτρεχε μέσα πήγα κ' είδα το Σβεν να με κοιτάζη από το κρεββάτι μου, όπου είτανε ξαπλωμένος. — Δε γνωρίζεις τον μπαμπά, Σβεν; — Ναι, είπε ο μικρός με ξαφνισμένη φωνή. Δεν μπορούσε να νοιώση γιατί όλοι οι μεγάλοι είτανε τόσο ανήσυχοι.
Είτανε τυλιγμένος καλά σε μια κουβέρτα και φορούσε κάλτσες στα πόδια. Έτσι τονέ βγάλαμε όξω κι ο πατέρας τον κρατούσε στα χέρια στη βεράντα, απ' όπου μπορούσε να κοιτάζη κάτω στην ηλιοφωτισμένη αυλή και νακούη τους φαιδρούς σκοπούς του οργανέτου.
Τι πειράζει πού και σε τι μέρος βρίσκεται κανένας, άμα βρίσκεις την ψυχή; Αντίς άξαφνα κανένας να πάη στη Νάξο, νανεβή απάνω στο βουνό, να κοιτάζη από κει πέρα τη θάλασσα, τον κάμπο, και να τα περιγράψη όλα, κάλλια να καθήση κανείς, που να πούμε, μέσα στην ψυχή του αθρώπου κι από κει, από την ψυχή του, να κοιτάζη θάλασσα, κάμπο, βουνά, κι αφτά να περιγράφη.
Έτρεχε τότες από πόλη σε πόλη, παρηγορούσε φτωχούς, παρακινούσε πλούσιους να βοηθούνε τους πεινασμένους, και δίχως να κοιτάζη θρησκείες τους ανακούφιζε όλους και με λόγια και μ' έργα.
Κι ακίνητη, σα χάλκινη στημένη εκεί, καρφώνει ασάλευτο το βλέμμα της σαν προς τον ουρανό, όθε το βράδυ πιο χλομά τα γιούλια του όλο απλώνει κι όλο πιο αχνά τα ρόδα του σκορπίζει στο βουνό. Κι είναι, καθώς εκεί θωρεί, σαν κάτι να κοιτάζη, κάτι στα μάκρη αλαργινό που δε θωρείς εσύ· κι ολόρθη πάντα στέκεται—και το βουνό χλομιάζει· μια λάμψη μόνο την κορφή τώρα φωτά χρυσή.
Όμως τα μάτια του παρακολουθούσαν τη μητέρα κι όταν εκείνη έβγαινε όξω για να είναι μόνη, όπως το έκανε συχνά, όταν αιστανότανε πως δεν μπορούσε να μας κοιτάζη περσότερο και να μας μιλή, τότε ο Ούλοφ συνήθιζε να πηγαίνη σιγά στην πόρτα και να στέκη ώρα εκεί και νακροάζεται.
Σαν αποφάγαμε και πήραν οι κερές ταργόχειρό τους, κάθισε ο Φωτάκης και μου ξήγησε τους σκοπούς του, σε ποιο Σκολειό θα με βάλη, σε ποια τάξη θαρρεί, με ποιους δασκάλους ίσως, τι καλά που θα με νοιάζεται, κατά την αποθυμιά της μάννας μου που του τα είχε όλα γραμμένα, σαν παιδί του να με κοιτάζη, και με ταζημίωτο μάλιστα, γιατί δυο μετζίτια είτανε συφωνημένα να του στέλνουνται κάθε πρώτη.
Και στερνά στερνά η βραδινή, η τρομερή η βραδινή κάτω στο καπελιό, όλο το χωριό να τους κοιτάζη και να μουρμουρίζη, και κεινού να πέφτη το πρόσωπό του από ντροπή, κ' ύστερα να ξανανεβαίνουνε στης Μιχάλαινας και να ξαναρχίζουν το γλέντι αντίς να μοιρολογάνε, που πάει και πάει η τιμή τους. . .Αχ! ξεφωνίζει μια, απάνω στο φριχτό αυτό στοχασμό, και συνεφέρνει με το βουητό του αναστεναγμού του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν