United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι ολοτρόγυρά τους οι άντρες όλοι με τα τουφέκια. Έλεγες κ' είτανε στράτεμα και κατέβαινε. Καθώς περνούσε το λείψανο από τη θύρα της εκκλησιάς, που στεκόντανε μερικές από την παρακάτω τη γειτονιά κι απαντέχανε να περάση και νακολουθήσουν κι αυτές, βλέποντας ένας την Ασήμω, ίσια ίσια κείνος που έλεγε την αποβραδινή στο Καπελιό για τανίψι του πως η μαζώχτρα του ρίχτηκε, της πετάει μια βρισιά.

Εγύρευε δουλειά και τον εσύστησα σ' ένα καλό μέρος. Δραστήριο παιδί, φρόνιμο, με νου, δεν άργησε να συνάξη μερικά λεπτά και τώρα είνε δυο χρόνια που έχει ιδικό του μπακάλικο και μικρό καπελιό. Θετικό παιδί καθώς είνε, θα προοδεύση πολύ. Και ο καϋμένος θυμάται την καλωσύνην και . . . μ' αγαπά, είπε μετά τινα δισταγμόν ο Σοφοκλής. Η ιστορία ήτο αληθινή, ως επληροφορήθην κατόπιν.

Οι Τούρκοι! ξεφωνίζει ο Φώτης. Μετά το Μανώλη, κι άλλοι με τα ίδια τα μαντάτα, ύστερ' άλλοι, ώσπου γέμισε το Καπελιό δουλευτάδες, αφεντάδες, γέρους, παιδιάως και γυναίκες και κορίτσια κατέβηκαν. Βούηζε πάλε σε μισή στιγμή το χωριό. Στερνοί στερνοί κατεβήκανε κι ο Μιχάλης με το Δημήτρη. — Ξέρει ο Γιάνης; ρωτάει ο Δημήτρης τον άνθρωπό του. Τρέξε να του τα πης.

Βγήκε, πέρασε από το Καπελιό, κι αφού συναγροικήθηκε με μερικούς άλλους, τράβηξε κατά τα Τούρκικα, από τόπους αδιάβατους πάντα, με σωστή λαγού περπατηξιά. Χώθηκε ανάμεσα στα πλοκάμια ενός βάτου, ως διακόσια βήματα από του Σουλεημάνη τα δέντρα. Μάζευαν ελιές οι μαζώχτρες τους. Ο Τούρκος όμως δεν φαίνουνταν πουθενά.

Τώρα τα βάλανε με κάποιο σκαρτάδο πατριώτη τουςΝικολής τόνομά τουπου δεν παντρευότανε, λέει, αυτός, μην τύχη και νοιώση η γυναίκα του πως φοβάται τα λείψανα και του πάρη, λέει, τον αέρα! Και τράνταζε από τα γέλοια του Φώτη το καπελιό. Ο Δημήτρης ως τόσο από τα κατάβαθα της κώχης του και καθώς παίρνανε δρόμο οι κουβέντες, μερικά πράματα τα παρατήρησε, ή και θάρρεψε πως τα παρατήρησε.

Πετιέται ως το Καπελιό, να δη και να μάθη τι γίνεται. Ανάστατος ο κόσμος εκεί. Έκαμε καρδιά, και στάθηκε και τους είπε να μην το κουνήσουν, ειδεμή πέτρ' απάνω στην πέτρα δε θαπομείνη, μήτε δέντρο απάνω στην ρίζα του. Μα κι άλλοι δέκα να πέσουνε με το παραμόνεμα, πάλε καιρός δεν είνε. Θάρθη η ώρα τους, κι ας μη νοιάζουνται.

Ύστερα, λέει, κατέβηκε κι ο Πανάγος στο καπελιό, λέει, και του πάτησε ένα βρισίδι, λέει, του Σταμάτη μου που αποκότησε και τονε συχάρηκε, που δε μεταγίνεται, λέει.

Αμέ και τι να μην πάθω, κακόμοιρη, που έρχεται και μου λέει ο γέροΣταμάτης μου, ό,τι ανέβηκε από του Φώτη το καπελιό, πως είνε λέει όλα ψέματα, και δεν τόχει σκοπό ο αφέντης μας ο Πανάγος, μήτε το είχε ποτές του. Ο Θεός να με βγάλη ψεύτρα, μα τάκουσε από μέρος που δεν έχει να πης, από τον αξάδερφό του τον κυρ Μιχάλη λέει τάκουσε.