United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκαμαν τη δουλειά τους μισή. Αυτές οι μισές οι δουλειές είταν που μας αφάνησαν τότες. Είμουνα δέκα μηνώ νοικοκύρης, κ' η Χριστίνα μου είχε στην αγκαλιά της το πρώτο της, αχ, και το στερνό της! Μήτε χωράφι είχαμε μήτ' αμπέλι. Σερμαγιά μας είταν η βαρκούλα μου και τα δίχτυα μου. Πριν ακόμα να λευτερωθή η Χριστίνα πέρασαν κι από το χωριό μας και μάζευαν οι δικοί μας ό,τι μπορούσαν.

Λοιπόν εκεί από περιέργεια ο λιμενάρχης τον ηρώτησε: πού έλειπε τόσα χρόνια. Κ' εκείνος τα είπεν όλα. Πρώτα πήγετην Αγγλία. Ύστερα εμπαρκάρισε με ένα άλλο μπάρκο αυστριακό για την Αουστράλια. Είχε απόφασι να μη γυρίσητην Ελλάδα, αν δεν αποχτήση κατάστασι να φαίνεται σαν άνθρωπος. Από την Αουστράλια βρέθηκετην Καλλιφόρνια. Εκεί τότες το μάλαμα το μάζευαν με της χούφταις.

Αναγούλα σε πιάνει διαβάζοντας την περιγραφή της ελεεινής εκείνης κωμωδίας. Είχε πια καταντήσει όχι εμπόριο, παρά ληστεία η Αθηναϊκή η διδασκαλία. Ως και μεσίτες φύλαγαν κάτω στον Περαία και μάζευαν τους ξένους για να τους φέρουνε στα σοφιστικά καταστήματα. Μα κι ως το Σούνι ξεκινούσανε και τους βάζανε στο χέρι, και τους φοβέριζαν κιόλας ανίσως κ' είχανε σκοπό να κατέβουν αλλού.

Προσκυνούμε όμως τη Χάρη της, έκαμε το θάμμα της, κι απάνω που δρασκέλαγαν την οξόπορτα, πιάστηκε μιανού η καπότα απόνα πουρναράκι, του φεύγει το σακκούλι του, βροντούν τ' ασημικά, κυλάει το κατάχρυσο καντήλι της Χάρης της, απάνω που περνούσε κι ο Γιώργης, το παιδί, πούρχονταν να ποτίση τα μουλάρια. Βάνει τις φωνές, πετιώμαστε, τους πιάσαμε απάνου που τα μάζευαν.

Όπως καθόταν εκεί και κοίταζε τα μαύρα νερά, μου φαινότανε απλησίαστη και μέσα μου κράζαν εκατό αντιφατικές φωνές, που μάζευαν όλη τη δύναμη τους για να φτάσουνε στην καρδιά και στη συμπάθειά της. Μα όπως καθόμουν εκεί, άρχισε να φεύγη η ανησυχία μου και δίχως να μ' ενοχλή κανένας δισταγμός και δίχως καμιά νευρικότητα έβλεπα πρώτη φορά τη φύση των δυτικών γιαλών.

Είτανε μοιρασμένος ο στρατός αυτή την εποχή σε δυο τμήματα· τόνα έμνησκε πάντα στα σύνορα, τάλλο στο σωτερικό, έτοιμο πάντα να τρέξη σ' όποια σύνορα τόφερνε η ανάγκη. Οι πρώτοι λεγότανε Λιμιτάνεοι , οι άλλοι Παλατίνοι . Αυτούς τους μάζευαν από την Ιταλία στα πρώτα χρόνια.

Κλεφτρίνες, πλειο, κακές κλεφτρίνες, παιδάκι μ'! Τ' ακούς εσύ, όποτε έφερνε μπόρα, κι' όλες η νοικοκυράδες κι' η αργατίνες η παρακατινές, που μάζευαν της εληές στον κάμπο, εφορτώνονταν βιαστικά τα κοφίνια τους κ' έτρεχαν για το χωριό, αυτές η δυο μαυροφόρες, η Γιαρούδαινα κ' η Τούρκα, η μάνα της, έπαιρναν της κόφες τους κ' έτρεχαν για τα χωράφια! Ο λύκος στην ανεμοζάλη, πλειο....

Βγήκε, πέρασε από το Καπελιό, κι αφού συναγροικήθηκε με μερικούς άλλους, τράβηξε κατά τα Τούρκικα, από τόπους αδιάβατους πάντα, με σωστή λαγού περπατηξιά. Χώθηκε ανάμεσα στα πλοκάμια ενός βάτου, ως διακόσια βήματα από του Σουλεημάνη τα δέντρα. Μάζευαν ελιές οι μαζώχτρες τους. Ο Τούρκος όμως δεν φαίνουνταν πουθενά.

Το Βαγγελιό δε μετάρθε στο σπίτι μας κάμποσες μέρες. Αλλ' ήτον και μεγάλη βδομάδα και την έβλεπα στην εκκλησία ή έξω. Τη μεγάλη Παρασκευή τα κορίτσια τον χωριού σκόρσαν στα περιβόλια και στις ανθισμένες πλαγιές και χαρούμενα μάζευαν λουλούδια για τον επιτάφιο. Κάθε μία έπρεπε να πάη μιαν ανθοδέσμη στον επιτάφιο της ενορίας της κείχανε συνορισιό ποια να συνθέση την ωραιότερη.