United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έφερνε συντροφιά όλες τις δυνάμεις της φύσεως, άπιαστες, αόριστες και ανυπόταχτες ακόμα στο αδύνατο πλάσμα. Όμως τίποτα. Το γιούσουρι σφιχτοδεμένο ακολουθούσε τ' απονέρια που έστρωνε δρόμο, νομίζεις η πρύμη της σκάφης μας. Το άκουα να δέρνεται κάποτε και να ρουχνίζη, σαν ζωντανό που παίρνει ανήφορο. Ντροπή το είχε πως ενικήθη κ' επάσχιζε με κάθε τρόπο ν' απαλλαγή.

Γιατί το πλήρωμα μόλις τον έφερνε σ' εκείνη τη θέσι έπεφτε πάλι και τον επροσκαλούσε κοντά του και τον επαρακάλει να ξαναρχίση, δίνοντάς του υπόσχεσι πως θα τον ακούση με προσοχή. Και ο Γιαννιός ασυνέριστος εξέχανεν τους όρκους και άρχιζε τη διήγησι δίχως χρονοτριβή. Εσυνείθιζεν όμως πρώτα με λόγια μισοκομμένα, με ύφος πολυκάτεχου ανθρώπου να συσταίνη στους ακροατές του εκείνο που θα διηγηθή.

Μέσα στις ξεκομμένες, βιαστικές κουβέντες κάτι παράξενο νέο τους έφερνε. Άλλοι κουνούσαν το κεφάλι, άλλοι μουρμούριζαν κ' έφευγαν. Κοντά σε όλους και ο Μαθιός με το φάκελλο του ταχυδρομείου. Είχαν χυθή να του τον αρπάξουν από τα χέρια. Ο Μαθιός αντιστεκότανε. — Δεν μπορώ, παιδιά. Θα πάω στο γραφείο. Δεν μπορώ νανοίξω το φάκελλο. Ό,τι έχετε θα το λάβετε. Πολλοί τον ακολούθησαν από πίσω.

Κι όταν πια άρχιζε να νυχτώνη, ο Εύδρομος τους έφερνε είδηση, ότι ο γέρος αφέντης τους θα φτάση ύστερ' από τρεις μέρες· το παιδί του όμως θάρθη αύριο. @Εστοχάζονταν λοιπόν τα όσα είχανε γίνει και τάλεγαν και στον Εύδρομο.

Κι' ακολουθούσε από κοντά συγκρατούμενη η λεβεντιά των χωριών, αντρειωμένοι παλληκαράδες και ροδοπρόσωποι, που τους τραγουδούσαν· γιατ' οι Αρβανίτες δεν ήξεραν τα ρωμέικα τραγούδια να ειπούν, και το χορό πώσερναν, τον έσερναν κι αυτόν μηχανικά κι όπως ήθελαν. Κ' έφερνε κάθε τόσο τους γύρους της από στόμα σε στόμα η πλόσκα με το κρασί, σα να χόρευε κι αυτή ανάμεσα στους πανηγυριστάδες.

Εκατέβαινε φτωχός και ανέβαινε πλούσιος. Ο πατέρας σου όμως το ίδιο. Ήταν ο ατυχώτερος εκείνη τη χρονιά. Μόλις έφτανε κάτω, έφευγε νομίζεις το σφουγγάρι από τα μάτια του. Εκαθόταν ώρες, έφερνε γύρα παντού, εψαχούλευε και τα θαλάμια ακόμη ως που τον ανέβαζαν με τη βία. Με όλη του όμως την επιμονή δεν εκατόρθωνε να ρίξη στο δίχτυ παρά καμμιά κιμούχα, κανένα σφόγγο.

η κόραις· ο χοιροβοσκός και αυτός κατόπιν ήλθε· κ' έφερνε τρία διαλεκτά θρεφτάρι' απ' το κοπάδι. άφησ' εκείνατο λαμπρό περίφραγμα να βόσκουν, και αυτός γλυκά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· 165 «Ξένε, κάπως καλήτερα σε βλέπουν οι μνηστήρες, ή ακόμη σε καταφρονούντα μέγαρα ωσάν πρώτα

Συχνά, όταν ήταν μόνη ή και με τον αξιωματικό, έφερνε το καλό ρώτημα στο νου της. Μα ποτέ δε μπόρεσε να λάβη ρητή απάντηση. Ούτε ναι, ούτε όχι. Και τώρα να, αυτήν τη στιγμή, δεν ήξερε τίποτε. Μιαν αγανάχτηση μόνον, μιαν άγρια αγανάχτηση αιστάνθηκε να φεύγη από την καρδιά και να κυριεύη όλο το είνε της. Ακούς εκεί μια παλιομαμούρα!

Είταν καλός ψαράς, και θαρρέψαμε πως μας έφερνε μεγάλη αρμαθιά σαργούς. Μα το ζεμπίλι, άλλο από μαύρες ελιές δεν είχε. — Τι τρέχει, γέρο, και μας έρχεσαι απόψε τόσο χαρούμενος; ρωτάει η μάννα. — Τηνε βρήκα τη Λενιώ και την έφερα πίσω άρρωστη, χλωμή, αδυνατισμένη, μα απείραχτη και τιμημένη σαν τη δροσιά πας στο φύλλο. Ο Θεός της έστειλε την αρρώστια και τηνε γλύτωσε από τα καταραμένα τους νύχια.

Και τους φωνάζει να σταθούν μ' ασάλευτο ποδάρι· Και σκύφτει αδράζει από τη γη χοντρό βαρύ λιθάρι. Εκοντοστάθη· ετείναξε την παχουλή παλάμη, Κι' ανάγγασεν αλάθευτα την πέτρα ευθύς να δράμη 480 Με βογγυτό και σιουρισμό τα ίσια στο σημάδι, Που μάτιασε ο σκληρόκαρδος τον άξιον Παστρουμάδι, Μεγάλο αφεντόπουλο και νιο από τα χρόνια, Που των Μπακάκων έφερνε ζημιά και καταφρόνια.