Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Τό νύχι αιμάτωνε μεςτο στουρνάρι Έχωσε τάρματα και το ψωμίτο λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι, Το μνήμα εσφράγισε, σκύφτει, φιλεί. Βαστά το δάκρυ του, το καταπίνει Δεν εξανάσαινε μην προδοθή, Κυττάζει ολόγυρα, πετιέται, χύνει, Τρέμειτον πόλεμο μη δε βρεθή. Βλέπει το Τρίκορφο σφίγγεται, φτάνει Το λιανοτούφεκο πέφτει πυκνό. Σέρνειτα δόντια του το γιαταγάνι Ρουφά ανυπόμονα φλόγα, καπνό.

Και τους φωνάζει να σταθούν μ' ασάλευτο ποδάρι· Και σκύφτει αδράζει από τη γη χοντρό βαρύ λιθάρι. Εκοντοστάθη· ετείναξε την παχουλή παλάμη, Κι' ανάγγασεν αλάθευτα την πέτρα ευθύς να δράμη 480 Με βογγυτό και σιουρισμό τα ίσια στο σημάδι, Που μάτιασε ο σκληρόκαρδος τον άξιον Παστρουμάδι, Μεγάλο αφεντόπουλο και νιο από τα χρόνια, Που των Μπακάκων έφερνε ζημιά και καταφρόνια.

Το φλογερό το μάτι του σπιθοβολάει σαν πόρη. Τηράει ολόυρα τους γκρεμούς, τηράει το χάσμα κάτω Και κάπου σκύφτει, προς την γη καρφώνει αφτιά και μάτια Κι' ακαρτεράει αντίλαλους κι' ακούει και ξεδιαλέγει. 'Σ' άλλο λιθάρι αντίπερα τ' αητάκι του καθέται. Βολαίς-βολαίς σέρνει κραυγή.

Τέντοσε τα μπροστινά σου· Στήλοσε τα κερατά σου· Βάστα φίλε, μη σπαράξης, Για να ιδής και να θιαμάξης. Είπε κι' έκαμε το πράμμα. 735 Όξω ερρίχτηκε εντωάμα· Κιαπέ σκύφτει και γελάει, Και τον Τράγο περγελάει. Που φωνάζει, φιληνάδα, Ήρθεν η δική μου αράδα. 740 Μον η πόνηρη εκείνη Τέτια απόκρισι του δίνει·

Είνε μερικά πράγματα τα οποία μανθάνει τις αυτομάτως. Άλλως δεν εχόρευσαν μεν, ως είπομεν, αλλά πολλάκις εθεώρησαν την καμάραν, τελουμένην εις την γειτονικήν της οικίας των πλατείαν. — Να! Να! είπε γελώσα πάλιν η Σοφούλα. Έχασε την κουντούρα της η νύμφη. Σκύφτει για να την πάρη. Ω, ντροπής νυφίτσα μου! Κρίματο ατλαζένιο μπαμπουκλί σου, νυφούλα μ'.

την ακροποταμιάν αλάφι ζωγραφίζει Που σκύφτει τα νερά να πιη τα κρυσταλλένια Και ξάφνου σαϊτιάτην πλάτη το λαβώνει· Στρέφεται αυτό, κυττάει με πόνο την πληγή του. Πάσχει ν' απαλλαχτή, δεν δύνεται το μαύρο, Κι από τον ουρανόν, από τα δένδρα γύρα Βοήθεια λες ζητάει. Ολόυρα από τον κάμπο Πλήθος μικρά χωριά κεντάει, χωράφια αλλούθε Με ολόχρυσα σπαρτά, με θημωνιές, με αλώνια.

Την ορμήνια μου αφηκράσου, Σιούκου ορθός στα μπροστινά σου, Προς τον τοίχο με τ' αστήθια· Εύγε σου μα την αλήθια. Τέντοσε τα μπροστινά σου· Στήλοσε τα κερατά σου· Βάστα φίλε, μη σπαράξης, Για να ιδής και να θιαμάξης. Είπε κι' έκαμε το πράμμα. Όξω ερρίχτηκε εν τω άμα· Κιαπέ σκύφτει και γελάει, Και τον Τράγο περγελάει, Που φωνάζει, φιληνάδα, Ήρθεν η δική μου αράδα.

Η &ένωσις &τούτων των δύο πολυτίμων ψυχών& τελειοποιείται εις μίαν άλλη σκηνή, που οι δύο νέοι εκφράζουν ανεμπόδιστα και ελεύθερα τα αισθήματά τους. Αυτή αρχίζει μ' ένα υψηλό μονόλογο του Φερδινάνδου· ενώ το σώμα του σκύφτει μηχανικά εις το δουλικόν έργο, η βασιλική καρδιά του ευρίσκει παρηγορίαν εις ανώτερα νοήματα και εις την αγάπη.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν