United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς! για μια νύχτα είταν όλη η ευτυχία του γάμου της κόρης της; Να την δη νυφούλα, όσο βλέπει κανείς την αστραπή; Όλα βιαστικά, όλα γρήγορα, όλα παράξενα.

Η γραία επανέλαβε και πάλιν·Δεν έχεις τίποτε. Κουράγιο, νυφούλα μου, κουράγιο! Πτωχή γυνή! υπέφερεν ως μάρτυς. Είχε γείνει θύμα της άγαν ταύτης φιλοστοργίας της πενθεράς της. Τόσον την ηγάπα, ώστε την είχεν απομακρύνει από τους εξ αίματος συγγενείς της. Δεν επέτρεπεν εις την μητέρα και τας αδελφάς της να έλθωσι να την νοσηλεύσωσιν.

Την στιγμήν εκείνην επέστρεψεν η γραία Παντελού, αφού είχε προπέμψει μέχρι της κλίμακος την γηραιάν φίλην της. — Κουράγιο, νυφούλα μου, κουράγιο, είπεν ιδούσα την έκτακτον ωχρότητά της, και μη μαντεύουσα τι είχε λεχθή. Η ασθενής κατέβαλεν υπεράνθρωπον αγώνα, και συνήλθε. Δεν εξέφερε κανέν παράπονον. Εβίασε εαυτήν να μειδιάση προς την πενθεράν και προς το θυγάτριόν της.

Είνε μερικά πράγματα τα οποία μανθάνει τις αυτομάτως. Άλλως δεν εχόρευσαν μεν, ως είπομεν, αλλά πολλάκις εθεώρησαν την καμάραν, τελουμένην εις την γειτονικήν της οικίας των πλατείαν. — Να! Να! είπε γελώσα πάλιν η Σοφούλα. Έχασε την κουντούρα της η νύμφη. Σκύφτει για να την πάρη. Ω, ντροπής νυφίτσα μου! Κρίματο ατλαζένιο μπαμπουκλί σου, νυφούλα μ'.

Μαννούλα, βασιλιάς γίνουμαι να σε βλέπω έτσι χαρούμενη. Κοίτα την τη νυφούλα πως καμαρώνει κι αυτή. Να τακούσουμε και το τραγούδι της μάννας, ας πέση κ' η χρυσή αυτή βροχή να μας ράνη. Δέσπω. Πήτε το σεις για τα μένα, κορίτσια. Πήτε το σεις με τη λυγερή σας φωνή. Κάλλιο να τον ακούγω τον καημό μου και να παρηγοριέμαι, παρά να τον τραγουδώ και να πικραίνω κι άλλες καρδιές. Γαρουφ.

Και η γραία Παντελού ήτο απαρηγόρητος, λέγουσα ότι δεν ήθελε «να χάση την νυφούλα της, όπου την είχε 'μόσιμοΚαι η γειτόνισσά της η Περμάχου ηγωνίζετο να την παρηγορήση επαναλαμβάνουσα ότι «θα φάη κι' άλλη ψωμί!».

Στο καλό, Μαχώ, στο καλό, παιδί μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα. Νυφούλα με τάσπρα σε προβόδησα, Μαχώ, με τον γαμπρό τον καβαλλάρη. Στο καλό, Μαχώ, και στην καλή την ώρα. Αυτό καρτερούσανε να δούνε τα μάτια μου... Ένα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικά απ' τα μάτια του, σαν μπόρα που ξεσπάει μέσ' στην άψη της κουφόβρασης. — Στο καλό, Μαχώ μου. Σε βλόγησα και σε πάντρεψα.

Ας το πουν, ας το πουν τα κορίτσια. Καλό θα της κάμη, κυρ Κωσταντή, καλό θα της κάμη. Κορίτσ. Ανοίξαν οι εφτά ουρανοί, τα δώδεκα Βαγγέλια, Και πήραν το παιδάκι μου από τα δυο μου χέρια. Γαρουφ. Έτσι να σας περεχούν οι καλοτυχιές, χρυσή νυφούλα, και διαμαντένια Δέσπω, κι αργυρέ Κωσταντή. Σηκωθήτε πια κ' ήρθ' η ώρα. Στο καλό και να μας πολυχρονίσουνε.