Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Καϋμένε! αν είνε αλήθεια πως έχφλουριά και δεν τα μαρτυράς! — Έχω κλάρες! απαντά ο Μπάρμπα-Δήμαρχος και διακόπτων τας δύο λέξεις από εντροπήν τάχα. Το Χρυσώ, η ατυχής κόρη, ενδυθείσα πάλιν τα σκιερά του πένθους ενδύματά της, κατήλθεν εις το κατώγειον κάτω και πεσούσα εις το κλινίδιον του πατρός της εθρήνει και ωλόλυζεν απαρηγόρητος: — Τι θα γένω! Τι θα γένω!

Αλλ' επειδή οι θρήνοι δεν κατέπαυον, πάλιν ο δήμαρχος παρήγγειλε «της παλαβής» να ησυχάση. Απαρηγόρητος, κλαίουσα θλίψις! Κλείσθητι καλλίτερον εις τας βαθυτέρας της καρδίας κρύπτας. Δεν έχεις το δικαίωμα να διακόπτης την χαράν των άλλων! Εβράδυασεν.

Εγώ όταν είδα τέτοιαν σκληράν και απάνθρωπον συνήθειαν έπεσα εις άκραν λύπην απαρηγόρητος, στοχαζόμενος να μη μου συμβή το ίδιον, εάν η γυναίκα μου αποθάνη πρότερον απ' εμέ και όντας μίαν ημέραν εις την συναναστροφήν του βασιλέως, δεν ηδυνήθην να υποφέρω διά να μην του προβάλλω, λέγοντας θαυμάζω, ω βασιλεύ και μένω εκστατικός εις την σκληράν συνήθειαν, που φυλάττεται εις το βασίλειόν σου, να ενταφιάζουν τους ζωντανούς ομού με τους νεκρούς· εγώ επεριπάτησα και είδα πολλά βασίλεια και διάφορα ήθη και νόμους, αλλ' εις κανένα μέρος ούτε ήκουσα, ούτε είδα ένα παρόμοιον έργον.

Εγώ δεν θέλω ούτετα μάτια μου να τον ιδώ πλέον, μα για το χατήρι σου πάμε, είπε μίαν ημέραν ο ένορκος, θέλων και να ξεσκάση, ως έλεγεν, απαρηγόρητος, διότι ο εισαγγελέας, ένας γέρος, πετσί και κόκκαλο από την κακίαν του, έλεγεν ο ένορκος, οπού ήθελεν όλο να καταδικάζη, για να δείχνη την κακίαν του, προσέθετεν ο ένορκος, τον εξήρεσεν εκείνην την ημέραν από μίαν δίκην ενδιαφέρουσαν και ήτο λυπημένος, ως να έχασε χρήματα.

Και απέμεινεν ο παπά-Κονόμος μόνος, ολομόναχος, με μόνον το πετραχείλι του, απαράκλητος και απαρηγόρητος, προσπαθών να εύρη αναψυχήν εις μίαν μεγάλην αγροτικήν εργασίαν την οποίαν ήρχισε πίσω εις την Κεχριά, μίαν δασώδη οροσειράν, προς το δυτικόν μέρος της νήσου, όπου άρχισαν τελευταίον οι νησιώται να ξανοίγουν αγρούς.

Και η γραία Παντελού ήτο απαρηγόρητος, λέγουσα ότι δεν ήθελε «να χάση την νυφούλα της, όπου την είχε 'μόσιμοΚαι η γειτόνισσά της η Περμάχου ηγωνίζετο να την παρηγορήση επαναλαμβάνουσα ότι «θα φάη κι' άλλη ψωμί!».

Αλλ' εκείνη, ενώ εθλίβετο, απαρηγόρητος, διά την απώλειαν του συζύγου της, περί ου είχεν απελπισθή πλέον, επικραίνετο συνάμα και διά το οικτρόν των Αθηνών θέαμα, μιας πόλεως αυχμώσης και ρυπαράς. Σχεδόν έκλαιε, διότι δεν εύρεν αυτάς, ως τας ωνειρεύετο, ως τας της παρέστησαν.

«Μετά δύο έτη ακόμη η ατυχής νέα απέθανεν από φθίσιν. Φαντάζεσθε πώς την έκλαυσεν ο φίλος μου. Εφαίνετο απαρηγόρητος. Ουχ' ήττον μετά δύο έτη, υπείκων εις τας προτροπάς στενού συγγενούς του, ισχυριζoμένου ότι ο Π. ώφειλε να δώση εις το θυγάτριόν του μητέρα, έβαλε κατά νουν να νυμφευθή εκ δευτέρου.

Τότε η θλίψις μου εστάθη τόσον σφοδρά, που υπερέβαινε κάθε όρον, στοχαζόμενος τον χαμόν της ωραίας Δαρδανές, και ήμουν τόσον απαρηγόρητος, που έκανα λογαριασμόν να ξαναπέσω να πνιγώ διά να της κάμω συντροφιά· έκλαιγα με πικρότατα δάκρυα, και δεν είχα παρηγοριά.

Κουνούσε η γριά το μαγουληκωμένο κεφάλι της σα ν' αγνάντευε μεγάλες συφορές ομπροστά της. Δεν ξεστόμισε τίποτις όμως, παρά τούβαλε του Δημήτρη να φάη. Νίφτηκε ο Δημήτρης, και κάθισε κ' έφαγε. — Εγώ θα πάω τώρα στου Γιάννη, λέει η γριά. Είνε λέει απαρηγόρητος ο βαριόμοιρος. Και βράζουν λέει οι γαμπροί του από καράζι.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν