United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανέπνεε τον ψυχρόν εκείνον αέρα, όστις ωλίσθαινεν εις τους πνεύμονάς της, ως κρύο φίδι φαρμακερό· ησθάνετο πόνους δυνατούς εις την μύτη και τα ώτα και είχε τας χείρας και τους πόδας σχεδόν αναισθήτους. Αίφνης απέναντι της, προς το βάθος του ορίζοντος διά μέσου της χιόνος διέκρινε υψηλόν γέροντα, κρατούν τα αγροτικήν βακτηρίαν κ' ερχόμενον βραδέως προς αυτήν.

Προσέβλεπε δε συχνά, αφ' ης ώρας εξήλθε του χωρίου, την αγροτικήν σκιάδα του Μήτρου, θέλουσα να συνειθίση εις την όψιν της και να μη την φοβήται πλέον: — Δεν ένε! έκραξεν αίφνης δυσθύμως. Τω όντι, εφ' όσον επλησίαζεν εις την σκιάδα, διέκρινεν ότι ο Μήτρος και τα πρόβατα έλειπον.

Και την πρωίαν εκείνην, το Σάββατον, πριν επιβή της ημιόνου διά να υπάγη εις το μέγα κτήμα του, εις την Κεχριάν, όπου είχεν έπαυλιν και αγροτικήν οικίαν, διά να αλλάξη τον αέρα, κ' ο δρόμος του ήτο να περάση από τον ναόν του Προφήτου Ηλία, όπου έφθασε λίαν πρωί, είχεν ανοίξει το συρτάρι και είχε βγάλει έν πλήθος ομόλογα, άλλα συμβόλαια, άλλα επί χαρτοσήμου και τ' άλλα εφ' απλού χάρτου, κ' είχε στείλει να καλέση πέντ' έξ πτωχούς γέρους, παλαιούς ναύτας, αποζώντας με 12 δραχμών σύνταξιν από το Απομαχικόν, και δέκα ή δώδεκα χήρας, κι' άλλα τόσα ορφανά κοράσια, κ' έδειξε τα ομόλογα, και τα έσχισεν επί παρουσία των, κ' είπε: — Να παρακαλήτε για την ψυχή μου, αν πεθάνω.

Είνε αληθές ότι είχον ευπορίαν αγροτικήν και μικρόν κατά μικρόν ηγχιστεύθησαν με τους εντοπίους, συνεχωνεύθησαν, κ' έλειψεν εκείθεν τ' όνομα των Κανταραίων. Ο Γιάννης προσεκολλήθη το πρώτον, ως κοπέλλι, πλησίον του γέρο- Στριαριώτη, ενός γεωργοκτηματίου, εθήτευσεν, εδούλευσεν, έκαμε κλέμματα και αρπάγματα. Εδούλευε διά τρεις, έτρωγε μόνον δι' ενάμισυ και ήτο πολύ προκομμένος.

Συγχρόνως ηκούετο γαύγισμα σκύλου και καπνός εφαίνετο εις απόστασιν, εξ ου εμαντεύαμεν κάποιαν αγροτικήν κατοικίαν. Εταχύναμιν λοιπόν το βήμα και μετ' ολίγον βλέπομεν ένα γέροντα και ένα νέον, οι οποίοι με πολλήν επιμέλειαν ειργάζοντο εις μίαν πρασιάν και διωχέτευαν εις αυτήν νερόν από την πηγήν.

Συνέλαβεν ιδέαν τινά, να μεταβή διά νυκτός εις την πλησιεστέραν αγροτικήν οικίαν και να προσκαλέση γραίαν τινα χωρικήν να έλθη όπως κοιμηθή εις το σπήλαιον, διότι η Αϊμά θα εφοβείτο βεβαίως να μείνη μόνη την νύκτα εις την αλλόκοτον εκείνην κατοικίαν, όπου το νυσταλέον της λυχνίας φως πίπτον επί των ορθίων και υψηλών αγαλμάτων απετέλει παραδόξους εναλλαγμούς σκότους και σκιαυγείας.

Και απέμεινεν ο παπά-Κονόμος μόνος, ολομόναχος, με μόνον το πετραχείλι του, απαράκλητος και απαρηγόρητος, προσπαθών να εύρη αναψυχήν εις μίαν μεγάλην αγροτικήν εργασίαν την οποίαν ήρχισε πίσω εις την Κεχριά, μίαν δασώδη οροσειράν, προς το δυτικόν μέρος της νήσου, όπου άρχισαν τελευταίον οι νησιώται να ξανοίγουν αγρούς.

Τους είχε στείλη, «κατεπείγον» οπίσω ο ειρηνοδίκης, από κοινού με τον πάρεδρον τον αστυνόμον, όστις, εις όσα απεφαίνετο ο εμπνευσμένος εκείνος λειτουργός της Θέμιδος, έλεγε πάντοτε ναι, και με τον ενωμοτάρχην, όστις δεν έλεγε ποτέ όχι, τους είχε στείλη να υπάγουν εις την αγροτικήν οικίαν του Ιωάννου Λυρίγκου, διά να τον προσκαλέσουν να εμφανισθή ενώπιον των αρχών, κ' εν ανάγκη να τον φέρουν διά της βίας επειδή εξ όσων είχον διηγηθή την εσπέραν της προτεραίας, εις την πολίχνην, οι δύο χωροφύλακες, οι ειρημένοι φωστήρες συνέλαβον την υπόνοιαν ότι ο Λυρίγκος ενείχετο εις την υπόθεσιν της φυγής της γυναικός Χαδούλας, χήρας Ιωάννου Φράγκου, χριστιανής, και εκτελούσης οικιακά έργα, την οποίαν έλεγον ότι είχον ιδεί ν' αναρριχάται εις τον κρημνόν του πετρώδους βουνού οι δύο στρατιωτικοί άνδρες.

Εσκέπτετο ότι εις το Οστριανόν θα ανεύρισκε τον Λίνον και τον Πέτρον, θα τους έφερε μακράν, πολύ μακράν, εις έν εκ των κτημάτων του, εν Σικελία ίσως. Εκεί κάτω, μεταξύ θεραπόντων πιστών, εις την γαλήνην την αγροτικήν, θα έζων ειρηνικώς υπό την σκέπην του Χριστού, με την ευλογίαν του Πέτρου. Α! εάν τους εύρισκεν, εάν τους εύρισκε!