United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις τους περισσοτέρους δε επήρχετο λυγξ χωρίς έμετον, σφοδρόν προξενούσα σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν έπαυε μετ' ολίγον, εις άλλους δε όμως έπαυε πολύ βραδέως.

Κάτι άργησες απόψε; ηρώτησεν αδιαφόρως ο αδελφός του. — Έκαμα ένα μακρυνόν περίπατον, απήντησεν ατάραχος ο ποιητής, ενώ βραδέως εξεδίπλονε το χειρόμακτρόν του. — Διά να μαζεύσης εντυπώσεις χωρίς άλλο, υπέλαβεν εκείνος, ειρωνικώς μειδιών. Να ιδούμεν πότε θ' αρχίσης να μαζεύης και τίποτε καλλίτερον. — Έλα τώρα και συ! διέκοψεν ηπίως παρεμβαίνουσα η μήτηρ. Θα έλθη και αυτό σιγά σιγά.

Παρά τους πρόποδας αυτών διεσπαρμένα εδώ κ' εκεί τα φώτα των πόλεων και των χωρίων, ότε μεν εχάνοντο, ως εκ της κινήσεως του ατμοπλοίου, όπισθεν παρεμπροσθούντος τινος κωλύματος, ότε δ' ανεφαίνοντο πάλιν, όμοια προς μεγάλας πυγολαμπίδας, αίτινες επέτων σιωπηλώς και βραδέως παρά τας σκοτεινάς ακτάς της θαλάσσης.

Οι δραστήριοι άνθρωποι και όχι βραδείς, αφού πρότερον αποφασίσουν, επέρχονται, κατά των εχθρών, οίτινες ακόμη δεν απεφάσισαν· γινώσκομεν δε κατά ποίον τρόπον και πόσον βραδέως οι Αθηναίοι επιτίθενται, κατά των άλλων.

Και τότε ήρχισε ν' ανοίγη βραδέως, βραδέως τους οφθαλμούς. — Α! Ανεκραύγασα, δεν απατώμαι πλέον! Είναι οι σχιστοί οφθαλμοί, οι μαύροι και παράδοξοι οφθαλμοί του απολεσθέντος έρωτός μου, της λαίδης, &της λαίδης Λιγείας!!& Ο δαίμων της διαφθοράς

Ο μεν Νικίας ταύτα ειπών ωδήγησεν αμέσως τον στρατόν εις την μάχην, οι δε Συρακούσιοι διόλου δεν επερίμεναν ότι θα ήρχιζεν η μάχη τόσον ταχέως, καί τινες μάλιστα εξ αυτών, επειδή η πόλις ήτο πλησίον, απήλθον εις αυτήν· άλλοι, μολονότι σπεύδοντες να έλθουν εις βοήθειαν, έφθανον όμως βραδέως και ετοποθετούντο όπου έκαστος ηδύνατο να ενωθή με το πλήθος.

Την αυγήν επανήλθεν εις την αυλήν η σιωπή, αλλ' εξηκολούθει εντός του χωρίου ο θόρυβος. Πόσον βραδέως αι ώραι παρήρχοντο ! θα επανέλθωσιν οι Τούρκοι πλησίον μας ; θα τους έχωμεν και την νύκτα πάλιν ; Ησθανόμεθα πάντες ότι δεν ηδυνάμεθα να ανθέξωμεν πλειότερον.

Το φορείον επροχώρει, προπορευομένων δαδούχων, ήτο δε περικυκλωμένον από ακολούθους πεζούς. Ο Ατακίνος επέβλεπε την πορείαν της συνοδείας. Επροχώρει βραδέως, επειδή οι φανοί εις την μη φωτιζομένην πόλιν ήσαν ανεπαρκείς. Εκτός τούτου αι οδοί αι ερημικαί πλησίον του παλατίου, όπου εδώ και εκεί μόνον διωλίσθαινε κανείς διαβάτης κρατών την λυχνίαν του, επληρούντο λαού κατά τρόπον ασυνήθη.

Ότε εδιδάχθη η Ορέστεια του Αισχύλου, παρουσιάσθη η εξής δυσκολία. Κατά το τέλος της τραγωδίας των Χοηφόρων, δευτέρου της τριλογίας μέρους, αι Ευμενίδες, των οποίων επίκειται ακολούθως η επί της σκηνής εμφάνισις, εγείρονται βραδέως από του εδάφους και τας βλέπει μεν ο Ορέστης, αλλ' ουχί και ο Χορός.

Εις το μέρος λοιπόν τούτο ενικήθησαν οι Βοιωτοί και κατέφυγαν προς εκείνους, οι οποίοι ακόμη επολέμουν· αλλά το δεξιόν κέρας, όπου ήσαν οι Θηβαίοι, ενίκησε τους Αθηναίους, τους απώθησε και τους εκυνήγησε κατ' αρχάς βραδέως. Διά να βοηθήση δε ο Παγώνδας το καταβαλλόμενον αριστερόν κέρας, έστειλε κρυφίως δύο ίλας ιππικού περί τον λόφον.