United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τζατσίντο άκουγε προβάλλοντας ψηλός και μελαψός στον πορφυρό ουρανό∙ ο ώμος του έτρεμε και ο Έφις, από κάτω, θαρρούσε πως έβλεπε να τρέμει όλος ο ορίζοντας. Ξαφνικά όμως ο Τζατσίντο έφυγε χωρίς να πει τίποτα και ο Έφις είδε μπροστά του το χώρο ελεύθερο, την κοιλάδα τριανταφυλλί αυλακωμένη από σκιές, ψηλά, ψηλά, μέχρι τους λόφους του Νούορο που διαγράφονταν μαύροι μέσα στο ηλιοβασίλεμα.

Η Σμάλτω ήτο νεαρωτάτη, λυγερή, εύπλαστος το σώμα, μελαχροινή, με οσφύν εσφιγμένην ως καλαμιάς και κεφαλήν εύμορφην, ην εστόλιζον άφθονοι μαύροι βόστρυχοι και οφθαλμοί μεγάλοι, πάντοτε υγροί, ως να εψυχάλιζον εντός και ακριβείς ερμηνευταί των εσωτερικών εντυπώσεών της.

Μαύροι και αγνώριστοι εκ του καπνού, εκάθηντο εις τας θέσεις των κ' επυροβόλουν, ολίγον φροντίζοντες πλέον και να προφυλάσσωνται. Είχον ήδη φονευθή και πληγωθή πολλοί, αλλ' ουδεμία ηκούετο κραυγή πόνου, ουδείς θρήνος γυναικών. Και εκ τούτων τινές είχον φονευθή και πληγωθή υπό των σφαιρών και των οβίδων· αλλ' ο φόβος και η μικροψυχία είχον φυγαδευθή εκ της μονής.

Χορεύουν και χορεύουν ως που ξαπλώνονται στον άμμο αναίσθητα κορμιά. Πάγανα τόρα οι μαύροι δαίμονες! Τότε αφίνει τον κρυψώνα του το βασιλόπουλο· κυτάζει άφοβα τους αράπηδες, χαμογελά και οικτείρει την κατάστασί τους. Δεν χάνει καιρό, δένει τους καλά, με βαρυές αλυσίδες τους φορτώνει, σαβούρα ρίχνει στη μπρατσέρα· φθάνει γοργά στο Λιβόρνο.

Αι πέντε κάλπαι συνδεδεμένοι όπως ήσαν διά χονδρού σύρματος, αλλόκοτοι, ατερπείς, πένθιμοι κατά το ήμισυ, λευκοί και μαύροι, ωμοίαζον με πέντε καταδίκους του κατέργου, το ήμισυ της κεφαλής ξυραφισμένους, δεσμίους με την αυτήν άλυσον, κόπτοντας επιπόνως, εκτελούντας την ημερησίαν υπηρεσίαν εις τον ναύσταθμον.

Τέλος με πήρε ένας αγάς των γιανιτσάρων, που σε λίγο έλαβε διαταγή να πάη να βοηθήση το Αζόφ, που το πολιορκούσαν οι Ρούσσοι. Ο Αγάς, που ήταν άνθρωπος πολύ γαλάντης, πήρε μαζί του όλο το σαράι του και μας τοποθέτησε σ' ένα μικρό φρούριο απάνω στη Μαιώτιδα λίμνη, που το φυλάγανε δυο μαύροι ευνούχοι και είκοσι στρατιώτες.

Είναι αυτή, συνέχισε η Ζωηδία, θυμώνοντας όλο και περισσότερο, «η ανταμοιβή μας για την φιλοξενία που σας δείξαμε; Ξεχάσατε τον ένα όρο που σας θέσαμε για να σας επιτρέψουμε να μπείτε στο σπίτι; Ελάτε γρήγοραπρόσθεσε, χτυπώντας τα χέρια της τρεις φορές, και αμέσως όρμησαν μέσα επτά μαύροι σκλάβοι, ο καθένας οπλισμένος με μια σπάθα, και στάθηκαν πάνω από τους επτά άνδρες, ρίχνοντας τους στο έδαφος και έτοιμοι σε ένα νεύμα από την κυρία τους να τους κόψουν τα κεφάλια.

Τα χωριά αρματωμένα θαρθούν μέσα στα Γιάννινα να φοβερίξουν. — Από την Πόλη θα λ' αρχινήση ο χαλασμός, αν θα λ' αρχινήση. Τέτοιες κουβέντες ελέγονταν, ως που σίμωσε το γιώμα. Κι' όλοι μας δεν καρτερούσαμε πλια τώρα παρά χαλασμό. Επεινάσαμεν κι' αλειτούργητοι οι μαύροι εστρώσαμαν το γιώμα να φάμε. Άλλους καιρούς επασχάζαμαν κι' εμείς νύχτα, σαν εγυρνούσαμαν από την εκκλησιά το πρωί.

Βέρθερε, εσυνέχισε τότε . . . και η γυναίκα αυτή έφυγε πια! Θεέ! Όταν κάποτε σκέπτωμαι πως αφίνει κανείς να παίρνουν το αγαπητότατον ον της ζωής του, και κανένας δεν αισθάνεται τούτο τόσον πολύ παρά τα παιδιά, τα οποία επί πολύ ακόμη παραπονούντο πως οι μαύροι άνθρωποι επήραν τη μαμά! . . .

Και ετράπη προς τα κηράδικα ο Μπάρμπα-Σταυρής, ενώ κατόπιν του έφθανον θρηνώδεις και πένθιμοι οι βραχνοί της ροκάνας του Σπύρου κροταλισμοί, θαρρείς κ' έκρωζον μαύροι κόρακες άνω του λευκού άστεως, μοιρολογούντες την τελευταίαν ημέραν του έτους.