United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα άξαφνα ακούει ξεφωνητά οχ το τειχί και κλάψες, και της λυγούν τα γόνατα, πέφτει η βελόνα χάμου. Κι' αμέσως φώναξε ξανά στις λυγερές της σκλάβες «Γλήγορα, ελάτε διο μαζί, να δω γιατί η αντάρα. 450 Κλάμα άκουσα της πεθεράς, κι' εμένα μες στα στήθια τρέμει ως στο στόμα μου η καρδιά και με παγώνει ο φόβος.

ΛΕΛΑΔεν ήτον ανάγκη να το πήτε. Είσθε τόσο ταραγμένος, τόσο χλωμός, η φωνή σας τρέμει, με βλέπετε με φρίκη. Θα ήμουν αναίσθητη να παρατείνω το μαρτύριο σας αυτό. Μη με παρεξηγής, Λέλα. Είμαι νευρικός. Ξέρεις πως έχω μαζή μου τη Δώρα. Είμαι πατέρας. Από στιγμή σε στιγμή μπορεί νάρθη, να σ' εύρη εδώ μαζή μου ... ΛΕΛΑΜη φοβάσαι, Τάσσο. Δε θα μείνω πολύ. Δεν ήρθα για να μείνω.

ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ Ω, φίλταται γυναίκες, πώς η μία δυστυχία ακολουθεί την άλλην σήμερα! Μέσα εις το σπίτι η κυρία μου, η Ερμιόνη, αφού έφυγεν ο πατέρας της και εσκέφθη τι ήθελε να κάμη, να σκοτώση την Ανδρομάχην και το παιδί της, θέλει ν' αυτοκτονήση. Τρέμει μήπως ο άνδρας της, όταν μάθη τι έγινε, την διώξη από το σπίτι, ή την σκοτώση, επειδή εζήτησε και αυτή να σκοτώση εκείνους που έπρεπε να σεβασθή.

Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι. — Ο αέρας τρέμει.... του είπα. Νοιώθεις τον αέρα που τρέμει τώρα; — Ναι. Και τα δένδρα. Βλέπεις τα δένδρα; — Τα βλέπω. Και τα σύννεφα απάνω. — Και τα σύννεφα, Θεέ μου! — Βλέπεις τα μακρυνά βουνά; — Βλέπω. Ένας σεισμός τα ταράζει. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι, σαν βογγητό ανέμου μέσα στο πένθος του δάσους. — Ο άνεμος κλαίει; — Όχι.

Η Ιζόλδη έχει τους φλογερούς κι' ωραίους έρωτές της και ο Τριστάνος κοντά της, τη χαίρεται, και τη νύχτα και την ημέρα: γιατί, όπως είναι συνήθεια στους μεγάλους άρχοντες, κοιμάται μέσα στη βασιλική αίθουσα, μαζύ με τους πιστούς και τους σπιτικούς. Η Ιζόλδη τρέμει μολαταύτα.

Και πέρασες· στο διάβα σου δε σάλεψε ούτε φύλλο, όμως στο δρόμο απόμεινε και τρέμει μια πνοή από χαμένο ένα όνειρο κι από σβηστό ένα θρύλο για ένα χρυσό βασίλεμα και μια ιλαρή ζωή. Λιγνές σαλεύει ολάργυρες φωτίζει τις σημύδες μέσα στο δάσος ως περνά δροσόπνοη η αυγή, με τα σφεντάμια εφτάχρωμες παίζουν του ήλιου οι αχτίδες, λούζονται ξανθοπράσινα τα φράξα στην πηγή.

Μα τρέμει μέσα μου η καρδιά, μου τρέμει, μήπως πάθουν οι πιο πολύτιμοι αρχηγοί απ' των οχτρών γιουρούσιΤόχε δεν τόχε ακόμα πει, κι' οι διο τους να! προβάλλουν. 540 Κι' άμα ξεπέζεψαν, εφτύς τα χέρια οι βασιλιάδες τους έσφιξαν χαρούμενοι με γιές με καλώς ήρθαν.

Φαντασία δε θέλει πολλή ν' ανιστορήσουμε το τι σκηνές θα βλέπαμε, τι λόγια ή και τραγούδια θακούγαμε, τι λογής ψούνια θα κάμναμε σ' αυτό το χώμ' απάνω, προ είκοσι αιώνες ας πούμε! Κι όμως η φαντασία τρέμει και σκιάζεται σα βάλη πλάγι τις δυο σκηνές: Εκείνη και τούτη. Ταπέραντο φως, και ταπέραντο σκότος! Την Ελλάδα, και την Ασία.

Ο Τζατσίντο τότε κατέβασε το κεφάλι και κοίταξε τα χέρια του. «Βλέπεις; Βλέπεις; Ούτε μια λέξη πόνου δεν βγάζεις από το στόμα σου! Ούτε ένα δάκρυ! Και να σκεφτείς ότι πέθανε για σένα, άθλιε! Πέθανε από τον πόνο της για σένα.» Ο ώμος του Τζατσίντο άρχισε να τρέμει.

Εσύ, που εκείνο το βράδυ υποσχόσουν τόσα ωραία πράγματα, εσύ, άνθρωπε του Θεού….» Ο ώμος του Τζατσίντο άρχισε πάλι να τρέμει. Ανασήκωσε το πρόσωπο κάτω από το σκυμμένο πρόσωπο του Έφις και κοιτάζονταν απελπισμένα. «Δεν το έκανα για κακό. Ήθελα να κερδίσω χρήματα.