United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι άλλοι τραβήχτηκαν φοβισμένοι, σαν να τους έσκιαξε το κίνημα το ανδρειωμένο του γέρον, ολόρθου ανάμεσό τους μέσα στη γαλήνη του βασιλέματος. — Το φλάουτο, βρε ζαγάρι, φέρτο δω το φλάουτο... Και του άρπαξε τόργανο από τα χέρια. Το παιδί θάρρεψε πως θα του το τσακίση στο κεφάλι. — Το φλάουτο, βρε ζαγάρια ! Ο γέροΜπούμας δεν τα σκιάζεται τα όργανα. Τούτη η τέχνη τονέ γέρασε τον Μπούμα!...

Προς τιμήν δε των παρθένων εκείνων αίτινες ελθούσαι εκ των Υπερβορείων ετελεύτησαν εις την Δήλον, αφιερούσιν οι νέοι και αι νέαι της νήσου ταύτης την κόμην των. Αι μεν νέαι, προ του γάμου των, αποτέμνουσαι ένα πλόκαμον ελίττουσιν αυτόν περί άτρακτον και τον αποθέτουσιν επί του τάφου όστις είναι έσω του ναού της Αρτέμιδος, προς αριστεράν του εισερχομένου και σκιάζεται υπό ελαίας.

Φαντασία δε θέλει πολλή ν' ανιστορήσουμε το τι σκηνές θα βλέπαμε, τι λόγια ή και τραγούδια θακούγαμε, τι λογής ψούνια θα κάμναμε σ' αυτό το χώμ' απάνω, προ είκοσι αιώνες ας πούμε! Κι όμως η φαντασία τρέμει και σκιάζεται σα βάλη πλάγι τις δυο σκηνές: Εκείνη και τούτη. Ταπέραντο φως, και ταπέραντο σκότος! Την Ελλάδα, και την Ασία.

Αδύνατο πράμα, φίλε μου, να γυρεύης να μιμηθής Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, κι αρχαίους Έλληνες, και να μην έχης δόση από βαρβαρωσύνη, τη βαρβαρωσύνη που βλέπει τα φανταχτερά τα ξένα και σκιάζεται, βλέπει τα δικά της και ντρέπεται. Μας φέρνει λοιπόν αυτό το ψεγάδι ίσια κ' ίσια στην πηγή της πηγής, δηλαδή στην πηγή που μέσαθέ της κι ο ίδιος ο Εγωισμός αναβρύζει.

Ο γυιός του τώρ' ανδρειεύθηκε, και περπατάει τη νύχτα Με του Γιαννούλα τ' άρματα αλαφοκυνηγώντας Κι' ούτε Νεράιδες σκιάζεται ούτε Ξωθιαίς φοβάται, Γιατ' είνε Νεραϊδόπαιδο κ' έχει Νεράιδας αίμα. Χωρίς ν' αρπάξη απ' τα μαλλιά δεν άφηκε Νεράιδα, Χίλιαις ως τώρα φίλησε κι' αγκάλιασε άλλαις τόσαις.

Σκιάζεται για να της τον 'πή· σκιάζεται, και δεν ξέρει Πως φαρμακώνει την καρδιά ο πόνος ο κρυμμένος! ... Μια μέρα την εκύτταξε που εμάζευε λουλούδια, Κ' εστόλιζε τα στήθηα της και τα μαλλιά της γύρω· Κι' όταν αυτή ξεμάκρυνε και πήγε 'ςτο χωριό της, Ο Ήλιος επερπάτησεν όλον αυτόν τον τόπο. Κι' όσα λουλούδια εύρε μπροστά κι' όσα καλά βοτάνια, Τα ράντισε με δάκρυα του και με θερμά φιλιά του.

'Στήν άκρα 'βγήκα κ' έκατσα, κι' αγνάντεψα τριγύρω Είδα δύο ελάφια πώβοσκαν 'σε μια παληοκαψάλα Κ' ο κυνηγός τ' αγνάντευε από ψηλή ραχούλα. Για να τους ρίξη σκιάζεται για να τους ρίξ' φοβήται. 'Ξήγα το Αντώνημ' 'ξήγατο, ξήγα το είνορόμου. Ήτο υιός του Γεωργίου Βότσαρη και θείος του ανδρείου Μάρκου. Εις πολλάς μάχας απέδειξε την μεγίστην αυτού ανδρείαν.