United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' αφού τοσαύτα είπομεν περί του ακράτου ρωμαντισμού του ποιητού, μη στέργοντος να ψαλλιδίση της φαντασίας του τα πτερά, αδύνατον είναι να μη παραθέσωμεν απόγευμα και της τοιαύτης εμπνεύσεως, προς τούτο δε εκλέγομεν τους στίχους, των οποίων αυτός ο ποιητής συνίστα ημίν επιμόνως διά της τελευταίας επιστολής του την ανάγνωσιν και την παραβολήν προς ομοίαν εικόνα εν τω «Κανάρη» του απομονωθέντος σήμερον Παράσχου: Βλαχάβα ποιος σ' εγέννησε, ποιά μάνα, ποιος πατέρας; Ο Όλυμπος αγάπησε την ώμορφη την Όσσα. . . . . Μια νύχτα ήταν άνοιξη, χαρά Θεού γαλήνη . · . . Κρυφομιλούνε τα βουνά, ολονυχτίς ρωτιώνται· Και σαν εβγήκε ο Αυγερινός κι' αρχίσανε τα ρόδα Να ξεφυτρώνουν της αυγής ψιλά στα κορφοβούνια, Ο Όλυμπος εκύτταξε την ώμορφη την Όσσα, Την είδε που κοκκίνιζε σαν ντροπαλή παρθένο, Και γέρνει, γέρνει την κορφή και τη φιλείτο στόμα, Κι' ευθύς μ' εκείνο το φιλί πούναι ζωή και φλόγα· Ανάφτουν, ζωντανεύουνε της νειόνυφης τα σπλάγχνα, Και δεν επέρασε καιρός, χρόνοι πολλοί και μήνες Π' ακούστηκε σα μια βοή μες τ' Άγραφα τον Πίνδο Τ' αρματωλού το πάτημα του φοβερού Βλαχάβα.

Δεν μ' εβάσταζεν η καρδιά να χτυπήσω το άρρωστο εκείνο ανδράποδο. Άδικον όμως θα ήταν να μείνουν τα παιδιά μου χωρίς εκδίκησι καμμιά. Έβαλα στη θήκη το λάζο και έφτυσα στο πρόσωπο τον κύριον συνταγματάρχην, και αντί να θυμώση διά το φτύσιμον, μ' εκύτταξε, σαν να μου έλεγεν ευχαριστώ που του χάρισα τη ζωή. — Και πως ετελείωσεν αυτή η ιστορία; — Ο συνταγματάρχης εγλύτωσε και έφυγεν εις τα λουτρά.

Εισήλθον εις τον περίβολον διά να ίδη η χήρα τον τάφον, και δείξη τούτον, ως αξιοπερίεργόν τι, εις την μικράν Ανεψιάν της. — Να, Αφέντρα μου, κύτταξε πού θα με βάλουν! Η κόρη εκύτταξε με άκακον περιέργειαν και αφοβίαν. — Τι ώμορφο ταφάκι, που θάχης, θεια, είπε· μικρούτσικο . . . — Μου πήραν μέτρο, είπεν η γραία, μα δεν ξέρω, αν θα μούρχεται ίσα-ίσα.

Η χωρική γραία εστάθη και την εκύτταξε. Τώρα μόνον εφάνη να εξύπνησεν εντελώς, και αναγνωρίσασα αυτήν·Πού βρέθηκες εδώ; είπε. — Μην ερωτάς, είπεν η Γιαννού. Είχα νυχτώσειέν άλλο καλύβι, μα δεν είχα ύπνο. Σα θυμήθηκα το κοφίνι μου, ήρθα. Πώς είστε; Τι κάν' η λεχώνα; — Τι να κάμη; Τα ίδια . . . Μα δε μου λες, είπε μετά τινα δισταγμόν η γραία· γιατί σ' εγύρευαν κείν' οι ταχτικοί;

Ήκουσεν αυτή τα λόγια και γυρίζοντας με εκύτταξε με πολλήν επιμέλειαν και στοχασμόν, έπειτα ηκολούθησε την στράταν της χωρίς να ειπή τίποτε, και χωρίς να δώση να καταλάβω αν της εκακοφάνηκαν ή όχι τα όσα είπα.

Και όμως τόσον θανάσιμος ήτο η έχθρα και αντιζηλία μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών, ώστε η αίτησις έκαμε την γυναίκα να εκπλαγή μόνον. Μετά πραότητος είπεν αυτή ο Κύριος, ότι, εάν είξευρε την δωρεάν του Θεού, και τις ήτον ο λέγων αυτή δ ο ς μ ο ι π ι ε ί ν, αυτή θα του εζητούσε, κ' εκείνος θα της έδιδεν ύδωρ ζων. Εκείνη εκύτταξε το φρέαρ, εκατόν πόδας βαθύ, και άντλημα Αυτός δεν είχε.

Τότε είδεν ο χωλός στρατιώτης ότι ευρίσκετο πάλιν εις την ιδίαν τράπεζαν· αντικρύ του είδε τον πύργον και την ωραίαν χορεύτριαν, η οποία ακόμη έστεκεν εις το έν ποδάρι της, και εσήκωνε το άλλο εις τον αέρα. Ο στρατιώτης εσυγκινήθη. Του ήλθαν τα δάκρυα εις τα μάτια, αλλά τα εκράτησε και δεν έκλαυσε, διότι εσυλλογίσθη ότι δεν ταιριάζει. Εκύτταξε την νέαν, τον είδε και εκείνη, αλλά δεν είπαν λέξιν.

Αλλ' ο Στάμος τον εκύτταξε τόσον καλά, ώστε «εγύριζε μέσ' τον νουν του» ότι κάποιος ήτον και δεν απείχε πολύ του να τον αναγνωρίση. — Πέστε μου, βρε αν είνε κι' άλλη ζυγιά, επέμεινεν ο Παλούκας. — Δεν ξέρουμε, επανέλαβεν ο Στάμος. Τέλος ο Παλούκας αφήκε τα παιδία ελευθέρα.

Μόνον την τελευταίαν στιγμήν, ο τρίτος εστράφη, οπωσούν σκοτισμένος, προς τα οπίσω, και εκύτταξε παντού αλλού, όχι όμως εις τον κορμόν του πεύκου. Έβλεπε και τον πεύκον συλλήβδην, με τ' άλλ' αντικείμενα, χωρίς να φαντάζεται, ότι ο κορμός του είχε κοιλίαν, και ότι εντός της κοιλίας εκρύπτετο άνθρωπος.

Και της έδειξε δύο χριστόψωμα. — Εκύτταξε η γρηά την κοπέλλα με το μακάριο της χαμόγελο. — Τα παίρνω, κόρη μου, για τα παιδιά. Η ευκή μου μαζή σου . . . Η κόρη εσυγκινήθηκε κ' έφυγε . . . Η γρηά εσηκώθηκε.