Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Είχε κοντοτελειώσει της ευχές του αρραβώνα όταν ακούσθηκε χτύπημα στην πόρτα σαν βροντή και κατόπι άλλο και άλλο και μια φωνή «εν ονόματι του νόμου.» Με φόβο και τρόμο εκύτταξε ο ένας τον άλλονε, όταν ο παππάς Συνέσιος επλησίασε την πόρτα και την άνοιξε.
Ιδού, βλέπω μίαν εφήμερον, η οποία διερχόμενη πλησίον μας σ' εκύτταξε μετά συμπαθείας. Πέταξε να την φθάσης. Αλλ' αισθάνομαι ότι έφθασεν η τελευταία μου στιγμή. Χαίρε, μικρέ μου φίλε.
Μ' εκύτταξε με κάποιαν απορίαν, έκλεισε το πιάνο και επήγε να στηριχθή εις το παράθυρον. Μετ' ολίγον την είδα να χαιρετά με πολλήν χάριν και φιλοφροσύνην. — Ποίον εχαιρέτησες; ηρώτησα με όσην ηδυνήθην να υποκριθώ αδιαφορίαν. — Τον δάσκαλον του χορού, τον Γέρο Κουέρτζην.
Η Χαδούλα μετά χαράς έλαβε τα τέσσαρα φυτά εις τας χείρας, αλλ' όταν τα εκύτταξε, είδεν, ω φρίκη! ότι ήσαν τέσσερα μικρά κεφάλια ανθρώπινα νεκρικά . . . Ανεταράχθη, εσκίρτησεν, είπε «Κύριε Ιησού Χριστέ! . . . » Πάλιν απεκοιμήθη.
Εστάθη εις το χάσμα της θύρας, εκύτταξε μετά προφυλάξεως έξω, δεξιά, αριστερά, άνω, κάτω του δρόμου· δεν είχε ψυχήν ούτε σκιάν. Έβαλε πτερά εις τους πόδας της. Δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ην ήκουε μέσα εις την ψυχήν της, όπου υπήρχε σκοτεινή, σπηλαιώδης ηχώ, το πένθιμον εκείνο κλαύμα του βρέφους. Κ' ενόμιζεν ότι έφευγε τον κίνδυνον και την συμφοράν και την πληγήν την έφερε μαζύ της.
— Τι λέγεις λοιπόν; — Δεν τον είδα πού πήγε. Τον είδα μόνον ποίον δρόμον επήρε. — Και δεν τον ακολούθησες; Ο βοσκός εκύτταξε τον ιππότην, ως να εζήτει παρ' αυτού δικαιολογίαν. Εφαίνετο λέγων αυτώ: Δεν μοι έδωκες παραγγελλίαν να τον ακολουθήσω. Ο ιππότης λαβών τον λόγον είπε· — Δεν φταίγει αυτός, αρχηγέ. — Ποίος λοιπόν; — Δεν τω είπα εγώ να τον ακολουθήση. — Αλλά τι τω είπες;
Είπε λοιπόν ο Αλκιβιάδης αφ' ου εκύτταξε τον Κάλλίαν·
Αλλ' εγώ, εννοείς, ήμην περίεργος, ουδ' εννόουν, κατά τι θα εβλάπτοντο τα μαθήματά μου, αν εμάνθανα τέλος πάντων τα οικογενειακά του μυστηριώδους συμμαθητού μου. Διά τούτο, ευθύς ως έμεινα μόνος με την μητέρα μου, επανέλαβον ικετευτικώς και με πολλά θωπεύματα την ερώτησίν μου, και τόσον επέμεινα, ώστε αφήκεν η αγαθή γυνή προς στιγμήν το πλέξιμόν της, μ' εκύτταξε τρυφερώς, και απήντησε·
Εκεί δίπλα, είδε την ανταύγειαν των κανδηλίων του εκκλησιδίου, τα οποία είχεν ανάψει ενωρίς η μήτηρ του. Ο Φάλκος, προέκυψε κ' εκύτταξε διά της υάλου του παραθύρου.
— Τι τ' αφήνει εδώ, 'κείνος ο πατέρας τους, μικρά κορίτσια, είπε πάλιν η Φραγκογιανού. Τάχα δεν μπορούν να πέσουν και μοναχά τους μέσα; . . . Έστρεψεν ανήσυχον βλέμμα προς την καλύβην. Αλλ' αυτή είχε την όψιν ότι δεν υπήρχεν άνθρωπος μέσα. Εκύτταξε μετά περιεργείας τα δύο κοράσια. Το μεγαλείτερον τούτων ωραίον, ξανθόν, αν και σχεδόν άνιπτον, έκαμνεν ωραίαν εντύπωσιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν