United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι νεαροί Γαλιλαίοι δεν ηδύναντο βεβαίως πρώτην φοράν να εισχωρήσουν εις το βαθύ νόημα τον λόγων του Ιησού και ν' απαντήσουν καταλλήλως. Πού έμενε δεν γνωρίζομεν. Ίσως εις μίαν προσωρινήν καλύβην, κατεσκευασμένην με κλάδους και φύλλα.

Έλαβε δύο νεογνά τυχόντων ανθρώπων και τα έδωκεν εις ένα ποιμένα διά να τα αναθρέψη μεταξύ των ποιμνίων του συμμορφούμενος με τας ακολούθους οδηγίας· κανείς να μη προφέρη ποτέ ενώπιόν των την παραμικράν λέξιν· να τα κατακλίνη ιδιαιτέρως εις καλύβην μεμονωμένην· εις ωρισμένην ώραν να εισάγη εις το δωμάτιόν των αίγας· αφού δε χορτάσωσι βυζάνοντα να μη ασχολήται πλέον περί αυτών.

Ο Παντελής ήτο νεόνυμφος, κατείχε δε μετά μόνης της συζύγου του την μικράν καλύβην, όπου με επρόσφερε φιλοξενίαν, αλλά μετ' αλαζονικού μειδιάματος μου υπέδειξεν ότι επέπρωτο ν' αυξήση προσεχώς της οικογενείας του ο αριθμός.

Ενόμιζέ τις ότι ην κύριος πέντε άρκτων, τας οποίας ωδήγει εις την καλύβην του, απολεσθείσαν εντός των χιόνων.

Ποίων; Των Γύφτων; — Ναι. — Και πού στηρίζεσαι, διά να συμπεραίνης τούτο; — Αλλά..., είπεν ενδοιάζουσα η Αϊμά, δεν ενθυμούμαι κ' εγώ ουδέ το πιστεύω με βεβαιότητα. Ως όνειρον έρχεται εις την ενθύμησίν μου, ότι μίαν ημέραν ήμουν εις τον δρόμον, και δεν είχα ούτε πατέρα, ούτε μητέρα. Την άλλην ημέραν ευρέθην έξαφνα εις την καλύβην των ανθρώπων αυτών. — Ιδού οπού ενθυμείσαι. Και τι άλλο ακόμη;

Την αυγήν ένας χωρικός επέρασε και είδε το παπί παγωμένον εκεί και το ελυπήθη. Επάτησε λοιπόν επάνω εις το κρυσταλλωμένον νερόν, έσπασε τον πάγον με το υπόδημά του και επήρε το παπί εις την καλύβην του, να το δώση της γυναικός του. Εκεί εις την ζέστην εζωντάνευσε το ταλαίπωρον.

Είτα ηγείρετο και κατέβαινεν εις την καλύβην της, και η γρηά Παντελού την προέπεμπε συνήθως μέχρι της κλίμακος. Τότε η Περμάχου επανελάμβανε, ταπεινή τη φωνή, την προφητείαν της ότι «θα φάη κι' άλλη ψωμί», η δε γραία διεμαρτύρετο ασθενώς κατά της επιμονής της.

Είχε την περιέργειαν να υπάγη προς την καλύβην, αλλά δεν ετόλμα να παρακούση την διαταγήν. Επερίμενε λοιπόν, βλέπων την κυανήν θάλασσαν ρυτιδουμένην υπό του ανέμου, όστις εγειρόμενος ήρχιζε να δροσίζη την ατμοσφαίραν.

Ο δε καπετάν-Δημήτρης, με το τσιμπούκι του, ιστάμενος παρά την καλύβην του γύφτου, κάτωθεν της πρύμνης, επανελάμβανε·Πφου! σκ'ληκομυρμηγκότρυπα! . . .

Και πολλαίς φοραίς την αυγήν, ο Χαντζής ο Μπολμάς, ο μέθυσος αχθοφόρος, πηγαίνων εις την καλύβην του, περνώντας μπροστά από την εκκλησίαν, το είδε το κρεββάτι, με πεθαμένον μέσα, με κεριά αναμμένα γύρω-γύρω, οπού μόνον του, χωρίς να το κρατή κανένας, έφευγεν από τον νάρθηκα, κ' επήγαινε προς το νεκροταφείον, με τον πεθαμένον μέσα, με τα κεριά αναμμένα γύρω-γύρω.