United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ασφαλέστερον στηρίζεσαι εις τους πόδας σου, όταν τρέμης από την γυναίκα, παρ' όσον νομίζεις ότι στηρίζεσαι, όταν εκείνη τρέμει από σε. Όπου η ατιμία πληρώνεται με χρυσόν, η τιμιότης πληρώνεται με μόλυβδον. Σ Υ Μ

Ώστε λοιπόν, ωραίε μου φίλε, έχομεν ανάγκην από μίαν τοιαύτην επιστήμην, η οποία να συνδυάση συγχρόνως και τας δύο αυτάς ιδιότητας: και να γνωρίζη να κάμνη κάτι τι, και να γνωρίζη την χρήσιν εκείνου που κάμνει. — Είναι προφανές. — Δεν μας χρειάζεται λοιπόν διόλου, καθώς φαίνεται, να είμεθα περίφημοι κιθαροποιοί και να γίνωμεν κάτοχοι αυτής της τέχνης· διότι εδώ η τέχνη που κατασκευάζει και η τέχνη που μεταχειρίζεται είναι όλως διόλου χωριστά πράγματα, και ενώ πρόκειται περί του αυτού αντικειμένου, διαφέρουν καθ' ολοκληρίαν· διότι δεν διαφέρουν πράγματι τελείως η κιθαροποιητική τέχνη και η κιθαριστική μεταξύ των; — Βεβαιότατα. — Ούτε και η αυλοποιητική βέβαια μας χρειάζεται περισσότερον, διότι το ίδιον συμβαίνει και με αυτήν. — Σύμφωνος. — Αλλά, προς θεού! μήπως τάχα αν μάθωμεν την λογοποιητικήν τέχνην, να είναι, λέγεις, αυτή που πρέπει ν' αποκτήσωμεν διά να γίνωμεν ευτυχείς; Δεν το πιστεύω εγώ, μου απεκρίθη ο Κλεινίας. — Και που στηρίζεσαι, παρακαλώ, διά να το λέγης αυτό; — Διότι βλέπω αυτούς τους λογοποιούς, που συνθέτουν τους λόγους, πως δεν ημπορούν να μεταχειρισθούν τους λόγους των, που κάμνουν οι ίδιοι, απαράλλακτα όπως και οι κιθαροποιοί τα όργανα που κατασκευάζουν· αλλά και εδώ άλλοι είναι οι άνθρωποι που γνωρίζουν και ημπορούν να μεταχειρίζωνται, όσα κατεσκεύασαν εκείνοι, χωρίς να είναι εις θέσιν οι ίδιοι να συνθέσουν ένα λόγον· είναι λοιπόν φανερόν, ότι και περί λόγων προκειμένου, άλλη είναι η τέχνη που τους κάμνει, και άλλη που τους μεταχειρίζεται. — Αρκετά πειστική μου φαίνεται η απόδειξις που έδωσες, ότι δεν είναι και αυτή η τέχνη των λογοποιών εκείνη, της οποίας η απόκτησις θα ημπορούσε να μας κάμη ευτυχείς· και μολαταύτα εγώ εφανταζόμουν πως κάπου εδώ θα ευρίσκαμεν την επιστήμην, που ζητούμεν τόσην ώραν· διότι, να σου ειπώ την αλήθεια, κάθε φορά που τύχη να ευρεθώ με αυτούς τους λογοποιούς, μου κάμνουν την εντύπωσιν ανθρώπων σοφωτάτων, και αυτή δε η τέχνη των μου φαίνεται θεία και υψηλή· και αυτό δεν με παραξενεύει· διότι αποτελεί πράγματι μέρος της τέχνης των εξορκιστών, και ολίγον μόνον είναι κατωτέρα από αυτήν· και η μεν τέχνη των εξορκιστών γητεύει τα φείδια και τα σφαλάγγια και τους σκορπιούς και άλλα φαρμακερά ζώα και ασθενείας, των δε λογοποιών καταπραΰνει και γητεύει, ούτως ειπείν, τους δικαστάς και τους βουλευτάς και κάθε είδους συναθροίσεις των πολλών· ή μήπως έχεις τίποτε διαφορετικήν ιδέαν εσύ; — Όχι, είμαι τελείως σύμφωνος μαζί σου. — Πού λοιπόν, είπα εγώ, να στραφώμεν πλέον και εις ποίαν τέχνην να απευθυνθώμεν; — Όσον δι' εμένα δεν βλέπω τίποτε, μου απήντησε. — Εγώ όμως νομίζω πως το ευρήκα. — ποια είναι; ηρώτησεν ο Κλεινίας. — Η στρατηγική τέχνη μου φαίνεται ότι είναι παρά κάθε άλλην εκείνη, της οποίας η απόκτησις θα κάμη τον άνθρωπον ευτυχήΔεν το παραδέχομαι εγώ αυτό. — Και διατί, παρακαλώ; — Μα αυτή είναι απλώς ένα κυνήγι ανθρώπων. — Αι λοιπόν; — Κάθε κυνήγι, μου απεκρίθη, τίποτε περισσότερον δεν κάμνει παρά να κυνηγά και να πιάνη το θήραμα· αφού όμως πιάσουν εκείνο που κυνηγήσουν, δεν είναι εις θέσιν να το κάμουν τίποτε, αλλά οι μεν κυνηγοί και οι ψαράδες το παραδίδουν εις τους μαγείρου ς· οι δε γεωμέτραι πάλιν και οι αστρονόμοι και οι μαθηματικοί διότι και αυτοί επίσης είναι κυνηγοί, αφού δεν κάμνουν αυτοί τα γεωμετρικά σχήματα, αλλά υπάρχουν ήδη αυτά και απλώς μόνον τα ανευρίσκουνεπειδή λοιπόν δεν γνωρίζουν να χρησιμοποιήσουν τας ανακαλύψεις των, τας παραδίδουν, όσοι τουλάχιστον απ' αυτούς δεν είναι τελείως ανόητοι, εις τους διαλεκτικούς, διά να κάμουν εκείνοι την προσήκουσαν χρήσιν. — Έστω, σοφώτατε και ωραιότατε Κλεινία, έτσι λοιπόν λες νάναι; — Βεβαιότατα, μου απεκρίθη· και οι στρατηγοί επίσης, κατά τον ίδιον και απαράλλακτον τρόπον, όταν κυριεύσουν καμμίαν πόλιν ή κανένα στρατόπεδον, το παραδίδουν εις τους πολιτικούς· διότι αυτοί δεν ηξεύρουν πως να κάμουν με αυτά που εκυρίευσαν· ακριβώς όπως οι κυνηγοί που πιάνουν τα ορτύκια τα παραδίδουν εις τους ορτυκοτρόφους.

Ποίων; Των Γύφτων; — Ναι. — Και πού στηρίζεσαι, διά να συμπεραίνης τούτο; — Αλλά..., είπεν ενδοιάζουσα η Αϊμά, δεν ενθυμούμαι κ' εγώ ουδέ το πιστεύω με βεβαιότητα. Ως όνειρον έρχεται εις την ενθύμησίν μου, ότι μίαν ημέραν ήμουν εις τον δρόμον, και δεν είχα ούτε πατέρα, ούτε μητέρα. Την άλλην ημέραν ευρέθην έξαφνα εις την καλύβην των ανθρώπων αυτών. — Ιδού οπού ενθυμείσαι. Και τι άλλο ακόμη;