United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ψαράδες άπλωσαν τα δίκτυά των, να στεγνώσουν, και οι γεωργοί έστησαν τα άροτρα προ της αυλείου, ως τρόπαια χαρμόσυνα της εργασίας, της αληθούς εργασίας, ήτις πάντοτε θα ζη, και αιωνίως θα ζη και θα βασιλεύη. Η μόνη υπό Θεού ευλογημένη εργασία.

Ακριβώς εκείνη τη νύχτα κάτι ψαράδες είχαν αφήσει το λιμάνι, για να ρίξουν τα δίχτυα στα βαθειά, και τράβαγαν με τα κουπιά, όταν ξαφνικά άκουσαν μια γλυκειά μελωδία, ζωηρή και δυνατή, που κυλούσε απάνου στα κύματα. Ακίνητοι, με τα κουπιά κρεμασμένα απάνου από τα κύματα, άκουγαν. Με τα πρώτα θαμπά φώτα της αυγής παρατήρησαν την περιπλανημένη βάρκα.

Ένας παχύς ψαράς με μια χοντρή και ως τα πόδια λινατσένια πουκαμίσα, μας δέχτηκε μαζί με τη γριά του, χαρούμενοι κι οι δυο. Φιλόξενοι άνθρωποι αυτοί οι ψαράδες χειμώνα καλοκαίρι σ' όλο το πλήθος των κυνηγών που ξεπέφτει στις καλύβες τους. Ριχτήκαμε κι οι τρεις στη φωτιά.

Ούτε η Μαλάμω όμως, ούτε ο υιός της είχον άδικον να χαίρουν ούτω και να υπερηφανεύωνται. Το Μεσολόγγι δευτέραν φοράν ήδη επιέζετο υπό του εχθρού. Πολυάριθμος τουρκικός στρατός περιέκλειεν αυτό από ξηράς και θαλάσσης και μικρόν κατά μικρόν συνέσφιγγε τας τάξεις του, ως οι ψαράδες την γεροβολιά, απειλών να καταβάλη τον κυριώτερον προμαχώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας.

Μη προχωρείς!... Τι φρίκη! Μου φέρει ζάλην απ' αυτό το ύψος να κυττάζω. Τα μαυροπούλια φαίνονται κ' οι κόρακες 'σάν ζήναις που αποκάτω μας πετούν και σχίζουν τον αέρα. Μαζώνει ένας κρίταμα καταμεσήςτον βράχον. Δύσκολη τέχνη! Απ' εδώ μικρόν μικρόν τον βλέπω. Ωσάν ποντίκια φαίνονταιτην άμμον οι ψαράδες.

Το ίδιο κι’ οι Νεράιδες. Ο, τι κάνουν οι Ξωτικιές στους πιστικούς, οι Νεράιδες το κάνουν στους ψαράδες και στους ναύτες, αλλά θεωρούνται όχι τόσο κακιές, όσο οι Ξωτικιές. Η ώρα αυτή, που χάνεται το παλιό φεγγάρι και πιάνεται το καινούργιο, θεωρείται ως η καταλληλότερη στιγμή των μαγικών. Όσους αριθμούς αναφέρω, 3, 7, κλ. είναι καθιερωμένοι από τες προλήψες του λαού.

Κάτω εις την βάσιν του κρημνού, μίαν σπιθαμήν προ της άλμης του κύματος, επί της πέτρας της προβλήτος, ρέει βρύσις γλυκύ, ψυχρόν, παγωμένον νερόν. Το πρωί πολλάκις πλησιάζουν από του πελάγους ψαράδες με την βάρκαν, διά να πίουν και να γεμίσουν τα βαρέλια.

Τους δύο εκ των κωπηλατών, ψαράδες του γιαλού, όπου ήσαν άνθρωποί του και λίαν αφωσιωμένοι εις αυτόν, τους έπεισε ν' ανέλθωσι τον ανήφορονυψηλόν, απότομον, πετρώδη, όπου έφερεν από τον Γιαλόν εις το Κάστρον, υποκάτω στην γέφυραν του Κάστρου, από άσχιστον αγριόξυλον, παρά το χάσμα, όπου έχαινεν άβυσσος και κρημνός, όπου έπιανε πάντα άνθρωπον ίλιγγος και σκοτοδίνη.