United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά δύο ημέρας, το δειλινόν του Σαββάτου, η γερόντισσα επανήλθε δρομαία. Είχε παύσει να χιονίζη, αλλά ψυχρός βορράς εφύσα επάνω εις τα χιονισμένα μέρη. Το χιόνι ήτον όπως έλεγαν, μισό μπόι στα βουνά, ένα γόνα κάτω στην χώραν. Αλλά κατ' ακρίβειαν, επάνω στα βουνά θα ήτον ως ένα γόνα, και ως μίαν σπιθαμήν κάτω.

Όσον διά τον καπετάν Στέφον, οι τωρινοί πλοίαρχοι είχαν ξεχάσει πλέον όλα τα παλαιά παραγκώμια και τον περιέγραφον μόνον ως «μπούφον». Το όρνεον εκείνο, ως διηγούνται, φύσει ανίκανον να κυνηγή, όπως κάμνουν τ' άλλα αρπακτικά, κάθηται επί κλάδου ή επί βράχου, όπου η μαύρη μορφή του συγχέεται και γίνεται έν με το βάθρον και με την σκοπιάν του, ανοίγει μίαν σπιθαμήν το πλατύ και λαίμαργον στόμα του, και τα καϋμένα τα πουλάκια, απατώμενα από τον μέλανα γνόφον, καθώς πλέουν εις το κενόν, έρχονται ωσάν τυφλά και πέφτουν μέσα εις το χάσκον, το σπηλαιώδες στόμα του μπούφου.

Πρώτον ίστατο το άγαλμα της Αρτέμιδος, ανδρικής γυναικός, ης η εσθής, μόλις καλύπτουσα έν μέρος του σώματος, είχε τοιαύτας πτυχάς, ως να εκινείτο σφοδρώς υπό του ανέμου, και τα σκέλη δεν απείχον απ' αλλήλων υπέρ την μίαν σπιθαμήν, ώστε εφαίνετο εσπευσμένως βαδίζουσα. Το βάθρον, εφ' ου ήτο ιδρυμένον το άγαλμα ήτο χθαμαλόν, μόλις δακτύλους τινάς ανέχον υπέρ το έδαφος.

Ενώ ήσαν έτσι τοποθετημένοι, ο νάνος, ο οποίος δεν απεμακρύνθη ούτε σπιθαμήν απ' αυτούς, τους υπέμνησε να προφυλαχθούν από την απειλουμένην σύγχυσιν, έπειτα έλαβε την αλυσίδα των εις το σημείον όπου τα δύο μέρη, τα οποία διέσχιζον τον κύκλον, ετέμνοντο εις ορθήν γωνίαν.

Ο Γύφτος εφαίνετο γνωρίζων κατά σπιθαμήν το έδαφος, την ωδήγει δε διά των πλαγίων ατραπών και των φαράγγων, αποφεύγων να συναντήση διαβάτην. Ήτο ήδη ημέρα. Ότε ήκουον μακρόθεν βήματα, ο Γύφτος την έσυρε προς απότομόν τι μέρος, και εκρύπτοντο εκεί. Είτα ο Πρωτόγυφτος την ηρώτα·Είσαι κουρασμένη; — Όχι, απήντα η Αϊμά.

Κάτω εις την βάσιν του κρημνού, μίαν σπιθαμήν προ της άλμης του κύματος, επί της πέτρας της προβλήτος, ρέει βρύσις γλυκύ, ψυχρόν, παγωμένον νερόν. Το πρωί πολλάκις πλησιάζουν από του πελάγους ψαράδες με την βάρκαν, διά να πίουν και να γεμίσουν τα βαρέλια.