United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το σιτάρι ήτο όντως εύμορφον, μεγαλόκοκκον και χρυσόξανθον, σιτάρι της Αίνου, κ' εκίνησεν αμέσως την προσοχήν του ναυκλήρου, όστις εκόλλησε, θαρρείς, επάνω λαίμαργον το βλέμμα του. Ολίγον κατ' ολίγον ήρχισε τα πραΰνεται τότε η ανήσυχος μορφή του. Η ψυχή του εγαληνίασε, και εις τους οφθαλμούς του τους θαμβούς έλαμψαν αίφνης αστραπαί παραμυθίας . . .

Τέλος, την αυγήν, έληξεν η θεία λειτουργία και παρετέθη εν τω κελλίω του Γέροντος, ενώπιον του Εσταυρωμένου, η πανηγυρική Τράπεζα, ευωδιάζουσα μύρα ασκήσεως και απράγμονος βίου. Ο κυρ-Δημάκης χωρίς όρεξιν έλαβε μικράν τροφήν, ενδομύχως θρηνών, διότι ηδυνάτει να πληρώση την λαίμαργον άλλην επιθυμίαν του, και μόλις εξημέρωσε καλά, κατήλθεν εις την ακτήν πικρώς βασανιζόμενος.

Τρέξε επάνω εις τα κύματα Της φοβεράς θαλάσσης, Κινδύνευσε, αναστέναξε, Πίε το πικρόν ποτήριον Της ξενιτείας. Διά την τροφήν 'που εσύναξας Με κόπους ανεκφράστους, Εις τα παραθαλάσσια Ιδού χάσκει το λαίμαργον Στόμα τυράννων. Τι τα ευώδη αγκαλιάζετε Προσκέφαλα του γάμου; Τι φιλείτε το μέτωπον Ιερόν των γονέων σας Με τόσον πόθον;

Τέτοια πράμματα, συμπεθέρα! τόσα χρόνια παλαίβω με τα κλαριά και με τα κοτρόνια, και ούτε μια δεκάρα δε βρέθηκε. Νάναι κανένας στραβός, βρίσκει. Εγώ με δυο μάτιατέτοια πράμματα, συμπεθέρα! Η Μιλάχρω τον παρετήρει τον άνδρα της με βλέμμα λαίμαργον. Η κόρη του η άμοιρος εσήκωσε τα μάτια της βουρκωμένα, θαρρούσα να ίδη τον τενεκέ με τα φλωρία. Πρώτην φοράν και αι δύο ήκουον αυτήν την διάδοσιν.

Και ήκουες ένα βρυχηθμόν λαίμαργον, όταν έρριπτον τα φύλλα εις τας καλαμωτάς, ως όταν πνέη ξηρός άνεμος διά μέσου ξηρών φύλλων. Εις την στιγμήν τα πλατέα φύλλα εγίνοντο άφαντα, εν πατάγω καταβροχθιζόμενα υπό του στακτερού σκώληκος. — Πώς τρώει, θα πω! έλεγεν η Ελένη, κουρασθείσα να κουβαλή φύλλα. — Χριστός και Παναγία! διέκοπτεν η Γερακούλα. Φτύσε το μη το βασκάνης!