United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ήκουες εκεί κάτω: Να ιδής μια χρονιά τα Χριστούγεννα, και να ιδής άλλη χρονιά, και να ιδής την Παραμονήν . . . Μόνον ο γέρω-Μπούμπας, τόσην ώραν, δεν ηδυνήθη και αυτός να ενθυμηθή τίποτε, να διηγηθή τίποτε· αλλ' εκάθητο σιωπηλός πάντα και συλλογισμένος, επάνω εις την στενόμακρον κασσέλλαν του, εις την άκραν εκεί, σαν καταφρονεμένος.

Ο πλοίαρχος δεν εβράδυνε να σκεφθεί ότι έχομεν ανάγκην τροφής και διέταξε να μας διανείμωσι παξιμάδια. Μας εφάνησαν ως το μάνα εν τη ερήμω ! Τα εδέχθημεν ευλογούντες τον Θεόν και απονέμοντες εγκαρδίους ευχαριστίας προς τον πλοίαρχον, και δεν ήκουες εντός ολίγου ή την χαρμόσυνον μουσικήν τοσούτων πεινασμένων οδόντων αλεθόντων τα σκληρά του πλοίου παξιμάδια. Η Ανδριάνα μόνη δεν έτρωγεν.

Θα ήκουες να συζητούν άνθρωποι, που θεωρούνται σήμερον οι πρώτοι εις αυτό το είδος των λόγων. — Και πώς σου εφάνησαν εσένα; τον ηρώτησα. — Εμένα; τι άλλο παρά οι συνηθισμένες φλυαρίες που ακούει κανείς πάντα από αυτούς τους ανθρώπους, που καταγίνονται με όλην τους την σοβαρότητα εις πράγματα όλως διόλου ανάξια λόγου.

Τον ήκουες πώς μ' έκαμνε και γελούσα; — Όχι, είπον, εκείνον δεν τον ήκουα, αλλά ήκουα σε, και τόσω περισσοτέρα ήτον η ευχαρίστησίς μου. Δεν ηξεύρεις πόσον μουσική μ' εφαίνετο η φωνή σου, πόσον ωραία! — Κατεργάρη! — ανέκραξεν η κόρη, δυσπίστως μορφάζουσα. — Αφού λοιπόν θέλεις να με κολακεύης, άκουσε να σε πω.

— Η ιδική μου κεφαλή δεν είνε διπλασία της ιδικής του; — Τω όντι, διπλασία είνε. — Ε λοιπόν, αδελφέ, — δι' αυτό σιωπώ! γ'. Λέγει πάλιν το Φάσμα: — Και όμως εάν ηκολούθεις κατά πόδα τον άνθρωπον εκείνον, θα τον ήκουες κοπτόμενον εις θεωρίας υπέρ της Μεγάλης Δημοκρατίας, δι' ης έκαστον ον έχει έν σημείον επί της γης, διά να ίσταται, και έν Ζενίθ εις τον ουρανόν, διά ν' ατενίζη.

Προσεγγιζούσης ολίγον κατ' ολίγον της λέμβου, έπαυσε το άσμα και ήκουες τώρα μόνον τον πλαδαρόν κρότον της κώπης, ήτις μαλακά-μαλακά εσκάλιζε την λείαν της θαλάσσης επιφάνειαν ως να εσκάλιζε φωτός τολύπην μαρμαίρουσαν κ' έβλεπες κατά την από της θαλάσσης ανύψωσίν της ν' αποστάζωσι φαειναί ρανίδες ύδατος ως ιλαράς φλογός σκορπίσματα με αδαμαντίνην λάμψιν.

Ομιλούμεν περί σκύλων, είπεν ο γαμβρός μου διακόψας τελευταίαν τινά του υιού του ερώτησιν. Αλλά τι θα έλεγες, Ανδρέα, εάν ήκουες τον Παππά- Σεραφείμ να σου διηγηθή ότι είδε και άνθρωπον λυσσασμένον; — Άνθρωπον λυσσασμένον! ανεφώνησεν ο Ανδρέας. Όλοι δε μετ' αυτού ηρχίσαμεν απευθύνοντες ερωτήσεις προς τον ιερέα. Πώς, πού, πότε, τι συνέβη, τι απέγεινε;

Αι άγριαι του σιρόκου ριπαί, ως μυκηθμοί ταύρου ηχούσαι, αναλαμβάνουσαι τους ασθενείς της καμπανίτσας ήχους ως γόους μεμονωμένους, διέσπειραν αυτούς ανά το χωρίον, το οποίον ήτο πλέον ανάστατον· και ήκουες ανοίγματα θυρών και ήκουες βηματισμούς εσπευσμένους, και ήκουες κλαυθμούς νηπίων, ως να εισέβαλον αίφνης συμμορίαι πειρατών προς σύλησιν και απαγωγήν.

Οι φίλοι δυσηρεστούντο διά ταύτα και τον συνεβούλευον λέγοντες τα εξής· «Ω βασιλεύ, δεν αρμόζει να ζης τοιουτοτρόπως εξευτελιζόμενος τόσον πολύ· έπρεπεν, ως άνθρωπος σεμνός και επί θρόνου σεμνού καθήμενος, να ενασχολήσαι δι' όλης της ημέρας εις υποθέσεις. Τοιουτοτρόπως δε και οι Αιγύπτιοι θα ανεγνώριζον ότι κυβερνώνται υπό μεγάλου ανδρός, και συ θα τους ήκουες να σε επαινώσι περισσότερον.

Μετά τινας αστείους και δηκτικούς υπαινιγμούς της προς την θάλασσαν δειλίας μου: — Με ήκουες, είπε, πώς εγελούσα πάντοτε δυνατά; επίτηδες το έκαμνα. Δεν ηξεύρεις τι αστείος που είναι ο ιατρός. Ό,τι και αν πη θα σε κάμη να γελάσης. Και επειδή η μητέρα είναι ολίγον ασθενής, και επειδή του αρέσκουν, λέγει, τα γέλοια μου, όλο τον καιρό δεν έλειψεν από την κ α μ π ί ν α μας.