United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Περιεφρόνει άρα γε πλέον τους ποντικούς, ως ανάξιον άθυρμα της ωρίμου του ηλικίας, ή μη επροτίμα του ζώντος εκείνου και πως κοπιώδους θηράματος την ευκολωτέραν και ετοίμην λείαν των τηγανιστών οψαρίων, των μαγειρευμένων ή και αμαγειρεύτων κρεάτων, και παντός λειψάνου της χύτρας ή των πινακίων; Άγνωστος ο λόγος της προτιμήσεως.

Ο μπάρμπα-Γιάννης ευχαριστημένος ότι δεν έχασε την ημέραν του ητοιμάζετο ν' απομακρυνθή δι' άλλης οδού, να μεταφέρη ασφαλώς οίκαδε τα δεκατρία δερματοτύρια. Αλλά την ιδίαν στιγμήν φθάνει με την βάρκαν του ο Μπάρμπ'-Αποστόλης ο Κρισοχέρης και του ζητεί μερίδιον από την λείαν. Ο μπάρμπα-Γιάννης ηναγκάσθη να του δώση από τα δεκατρία δερματοτύρια τα τέσσαρα.

Εάν αναγνώσης ποτέ την επιστολήν μου, θα αναγνωρίσης πόσον το πνεύμά σου έγεινεν αδιάφορον προς παν ό,τι δεν είναι η Λίγεια, μέχρι τίνος βαθμού περί αυτής και μόνης μεριμνάς, πώς αυτήν μόνην σκέπτεσαι αδιαλείπτως, πώς ο νους σου περιίπταται περί αυτήν, όπως ο ιέραξ περί την λείαν, την οποίαν εποφθαλμιά. »Ναι.

Αλλ' όταν, κατά το έθος του τόπου ετελέσθησαν τα μβασίδια, και εισήχθη διά πρώτην φοράν ο γαμβρός εις το σπίτι, ο νέος είδε την αρραβωνιαστικήν την οποίαν του είχον προορίσει, είδε και την μικροτέραν αδελφήν της, την Μαργαρώ. Η καλύπτρα, φευ! προ πολλού είχε καταργηθή εις τα ήθη μας. Ο Παναγής δεν ηθέλησε την Λείαν, την Ελενιώ, αλλ' ηθέλησε την Ραχήλ, την Μαργαρώ.

Εις το προηγούμενον κεφ. § 9 ο Αριστοτέλης εξήγησε την αρχήν των χυμών. Το υγρόν διηθείται διά του ξηρού και του γεώδους. O χυμός παράγει την οσμήν διαχεόμενος εις τον αέρα και εις το ύδωρ, ένθα ευρίσκει μέσον κατάλληλον να αποσπάση και να μεταδώση αυτήν. Το έγχυμον υγρόν αποτελεί τους χυμούς, εξ ου γεννάται το έγχυμον ξηρόν, όπερ αποτελεί τας οσμάς. Οσφραίνονται λ.χ. την λείαν των μακρόθεν.

Αλλ' επειδή ευκόλως δεν ηδύνατο ν' απομάθη την τέχνην ην είχε διδαχθή, κατώρθωσε να οπλίση, ή κατ' άλλους ν' αρπάση έκ τινος ναυστάθμου, πλοίον εσκευασμένον και έτοιμον καθ' όλα, και μετήρχετο την πειρατείαν δι' ίδιον λογαριασμόν. Και εν όσω μεν η τύχη τον ευνόει και εύρισκε λείαν δι' εαυτόν και τους συντρόφους του, καλώς είχε το πράγμα.

Από εδώ παρετήρησε μέγαν γυπαετόν, ο οποίος έκαμε κύκλους εις τον αέρα και έμεινε μετέωρος επάνω από τον θείον- ήθελε πετώντας να τον κτυπήση με τας πτέρυγάς του και να τον ρίψη μέσα εις την άβυσσον, για να τον κάμη λείαν του.

Ο Παλούκας την στιγμήν εκείνην εδίσταζε, και είχεν αποφασίσει να αποσυρθή αφού είχε κάμει αρκετήν λείαν, όση θα ήρκει διά να μεθύση την ημέραν των Χριστουγέννων, ως και την ημέραν των Επιλοχιών και την του Αγίου Στεφάνου ακόμη. Ενώ δε ήτο έτοιμος να φύγη και πάλιν έμεινεν, επήλθεν η πρώτη πυκνή χάλαζα των λίθων. — Να μια ζυγιά! εφώναξε φιλέκδικος ο Στάμος.

O Δημόκριτος δε, ισχυριζόμενος ότι η όψις είναι ύδωρ, λέγει ορθώς, αλλά κακώς νομίζει ότι η όψις είναι αντανάκλασις του αντικειμένου . Διότι η εικών παράγεται, επειδή το όμμα είναι λείον, όμως δεν είναι εις την λείαν επιφάνειαν, αλλά εις το ον, όπερ βλέπει, διότι το πάθος τούτο είναι ανάκλασις φωτός.

Προσεγγιζούσης ολίγον κατ' ολίγον της λέμβου, έπαυσε το άσμα και ήκουες τώρα μόνον τον πλαδαρόν κρότον της κώπης, ήτις μαλακά-μαλακά εσκάλιζε την λείαν της θαλάσσης επιφάνειαν ως να εσκάλιζε φωτός τολύπην μαρμαίρουσαν κ' έβλεπες κατά την από της θαλάσσης ανύψωσίν της ν' αποστάζωσι φαειναί ρανίδες ύδατος ως ιλαράς φλογός σκορπίσματα με αδαμαντίνην λάμψιν.