United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίαν ημέραν δε ιδών την Ζερβουδοπούλαν επιστρέφουσαν από την πανήγυριν της Αγίας Μονής, εσκέφθη να την σηκώση ομού με τον όνον επί του οποίου εκάθητο και να την μεταφέρη ούτω μέχρι της θύρας της. Έδραμε δε παρευθύς και επεχείρησε να εκτελέση την ιδέαν του, η Μαργή όμως προλαβούσα επήδησεν εκ του όνου έντρομος.

Και ήρχισεν η παππαδιά να μεταφέρη από την τράπεζαν εις τον νεροχύτην τα ολίγα πινάκια και τα δύο μαχαιροπήρουνα, διά να τα καθαρίση προτού τα τοποθετήση εις την εξέχουσαν επί του τοίχου σανίδα, μεταξύ του νεροχύτου και της εστίας. Διότι το δωμάτιον εκείνο ήτο συγχρόνως και μαγειρείον και εστιατόριον και αίθουσα.

Και εκεί εύρον την Σαλαμινίαν ναυν ελθούσαν εξ Αθηνών με διαταγήν να μεταφέρη τον Αλκιβιάδην, όπως απολογηθή δι' όσα τον κατηγόρει η πόλις, καί τινας των συστρατιωτών του κατηγορουμένους διά την βεβήλωσιν των μυστηρίων και των Ερμών.

Ο νέος προσεπάθησε ν' ανεγείρη αυτήν και να την λάβη εις τας αγκάλας, όπως την μεταφέρη εκτός του σπηλαίου. Ο δε Θευδάς ήδη είχεν εξέλθει ψηλαφών. Οι λίθοι, οίτινες είχον πέσει εκ της οροφής, ήσαν ως προαγγελία προς αυτόν, και έσπευσε να φύγη, όπως σώση την ζωήν του. «Υπάγωμεν, Αϊμά, είπεν ο Μάχτος. Εγώ είμαι». Αλλ' η νέα δεν ηδύνατο να κινηθή, είχε καταστή βαρεία ως μόλυβδος.

Το άκουσμα τούτο αρκεί όπως μεταφέρη ημάς εν ακαρεί εις την ευδαίμονα σφαίραν, όπου δεν υπάρχουσιν ούτε κακοί άνθρωποι, ούτε ρυπαραί πόλεις, ούτε αγροί ηλιοκαείς ή κατεψυγμένοι.

Ημέραν τινά, ενθυμούμαι, μη έχων πρόχειρον εργασίαν να δώση αντί ελεημοσύνης εις πτωχόν υγιά και δυνάμενο να εργασθή, παρήγγειλεν αυτόν να μεταφέρη από την μίαν γωνίαν της αυλής του εις την άλλην σωρόν καυσίμων ξύλων.

Ο Μάχτος την κατησπάζετο, την περιεπτύσσετο και ήτο ευτυχής εν τω μέσω της καταστροφής ταύτης, ευτυχής εν τω σκότει, ευτυχής εν τη θεομηνία, ευτυχής εν τη απογνώσει. Συγχρόνως δε προσεπάθει να ανεγείρη αυτήν και την μεταφέρη εις το ύπαιθρον.

Την αυτήν εκείνην ημέραν ο θείος της μητρός μου, δι' αμοιβών γενναίων και μεγαλειτέρων έτι υποσχέσεων, έπεισε νέον χωρικόν να μεταφέρη διά παντός τρόπου επιστολήν του εις Ψαρά. Έγραφε ζητών της φυγής τα μέσα. ― Ας έλθη πλοίον, έλεγε προς τον πατέρα μου, και συ αν θέλης μείνε εδώ. Φθάνει μόνον να έλθη εν καιρώ! Ο πατήρ μου εσιώπα, αλλ' εφαίνετο διστάζων.

ΑΛΕΞ. Ακόμη ευρίσκομαι εις την Βαβυλώνα και έχουν περάσει τριάντα ημέρες από του θανάτου μου• υπόσχεται δε ο Πτολεμαίος ο υπασπιστής μου, άν ποτε του δώσουν καιρόν οι περισπασμοί τους οποίους έχει κατ' αυτάς, να με μεταφέρη εις την Αίγυπτον και να με θάψη εκεί διά να γείνω είς εκ των Αιγυπτίων θεών.

Ο Μανώλης όμως διά του ζήλου και διά της δραστηριότητός του έγεινε μετ' ολίγα έτη ο πρώτος μικροκυβερνήτης του χωρίου, συγκεντρών εις χείρας του τους καλλιτέρους ναύλους. Να υπάγη εις Γλώσσαν να φέρη κρασιά διά τους παντοπώλας. Να υπάγη εις Κυρά-Παναγιάν διά τυριά. Να μεταφέρη εις Λοκρίδα τους μελισσοκόμους. — Άξια βάρκα! Την εκαμάρωναν οι νησιώται την σκαμπαβίαν. Και την διετήρει τόσον καθαράν.