United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν επιχειρώ, φιλτάτη, να σου περιγράψω τα θαυμάσια της οικίας, ουδέ τον καλλίτεχνον ευτρεπισμόν των ωραίων αιθουσών του μεγάρου, θα εχρειαζόμην πολλάς σελίδας, ίνα σου καταδείξω διά λέξεων την βαθείαν εντύπωσιν του θαυμασμού, τον οποίον μου επροξένησεν η κατάλευκος και δι' αναγλύφων εκ ναστοχάρτου περίκοσμος αίθουσα κατά την βορειοανατολικήν πρόσοψιν του μεγάρου, η διαιρουμένη εις δύο διά κομψοτάτων στηλών εκ λευκού πεντελικού μαρμάρου, η παρ' αυτή δεξιόθεν μικροτέρα, διακεκοσμημένη διά γραφών και επίπλων κατά τον επί Λουδοβίκου του ΙΕ'. συρμόν, η άλλη παρακειμένη, επί των τοίχων της οποίας ανευρίσκει τις τον ρυθμόν και τας γραφάς των πομπηιανών δωμάτων, το περαιτέρω μαγευτικόν μικρογράφημα των αραβουργημάτων της Αλάμβρας, και τέλος το εκ ξύλου δρυός περίγλυφον εστιατόριον, όπου διαρκώς εστρωμένον κυλικείον ανέψυχε τους διψώντας και ενεδυνάμου τους απαύστως σχεδόν πεινώντας στομάχους των προσκεκλημένων, χορευόντων και μη.

Την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν ο υποδειχθείς διά λαχνού συνωμότης, ωφελούμενος της στιγμής, καθ' ην υπέβαλεν η οικονόμος την συνήθη έκθεσίν της εις τον διευθυντήν, εισήρχετο λαθραίως εις τον κοιτώνα της, έπραττεν εκεί υπό το φως της καντήλας τα προαποφασισθέντα και κατώρθωνε να εξέλθη απαρατήρητος. Οι άλλοι παρέμενον εις τον διάδρομον και το εστιατόριον, διότι επλησίαζεν η ώρα του δείπνου.

Και ήρχισεν η παππαδιά να μεταφέρη από την τράπεζαν εις τον νεροχύτην τα ολίγα πινάκια και τα δύο μαχαιροπήρουνα, διά να τα καθαρίση προτού τα τοποθετήση εις την εξέχουσαν επί του τοίχου σανίδα, μεταξύ του νεροχύτου και της εστίας. Διότι το δωμάτιον εκείνο ήτο συγχρόνως και μαγειρείον και εστιατόριον και αίθουσα.

Θερινήν τινα ημέραν, προ ετών πολλών, δεν ενθυμούμαι ακριβώς πόσων, αφού επρογευμάτισα ευθύμως μετά τινων φίλων εις το παρά την όχθην του Κηφισσού, του έχοντος τότε ύδωρ, εστιατόριον της Κολοκυνθούς, αφήκα αυτούς παραδιδομένους εις την μακαριότητα του μεταμεσημβρινού ύπνου και ηκολούθησα μόνος την άγουσαν εις τα Σεπόλια παρά την όχθην του ρύακος οδόν.

Ο κόσμος ήτο ολίγος, ίσως διότι ο άφθονος πηλός των οδών εμπόδισε τους περισσοτέρους να επιχειρήσωσι την από της οικίας των εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν οδοιπορίαν, πολύ μακροτέραν και δυσαρεστοτέραν της από του σταθμού εις το Φάληρον· το δε εστιατόριον του σιδηροδρόμου ήτο κλειστόν, διότι πιθανώς η χιών της προτεραίας είχε παγώσει τους κερδοσκοπικούς υπολογισμούς του ξενοδόχου.

Αφού επί ημίσειαν περίπου ώραν εβάδισεν ούτω, έφθασε τέλος εις το νεκροταφείον, σκιαζόμενον υπό κυπαρίσσων και σμιλάκων, τοσούτω πυκνών, ώστε ούτε του ανέμου η πνοή ούτε του ηλίου αι ακτίνες ηδύναντο να εισδύσωσιν εις το σκυθρωπόν εκείνο εστιατόριον των σκωλήκων.

Οι πολλοί, ων η πολιτιζομένη και νεωτερίζουσα στρατιά πληθύνεται οσημέραι, καταβαίνουσιν εις το Φάληρον, όπου υπάρχει εστιατόριον της Εταιρίας του σιδηροδρόμου, όπου υπάρχει καφενείον, όπου κτίζονται μέγαρα εξοχικά, όπου δύναταί τις τέλος να περιπατήση ώρας ολοκλήρους εις διακοσίων μέτρων έκτασιν, θαυμάζων τας πασσαλοστοιχίας, ας οι φαληρισταί αποκαλούσι κήπους, το μελαγχολικόν παράπηγμα, όπερ το θέρος ονομάζεται θέατρον, και . . . . . την περίεργον ανεμαντλίαν, ήτις ως γίγαντος σκελετός αναπτύσσει προς την θαλασσίαν αύραν τας ερυθράς της πτέρυγας.