United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θερινήν τινα ημέραν, προ ετών πολλών, δεν ενθυμούμαι ακριβώς πόσων, αφού επρογευμάτισα ευθύμως μετά τινων φίλων εις το παρά την όχθην του Κηφισσού, του έχοντος τότε ύδωρ, εστιατόριον της Κολοκυνθούς, αφήκα αυτούς παραδιδομένους εις την μακαριότητα του μεταμεσημβρινού ύπνου και ηκολούθησα μόνος την άγουσαν εις τα Σεπόλια παρά την όχθην του ρύακος οδόν.

Εις όλα ταύτα ήσο παρών, φίλε, και όλα σχεδόν δεν τα έβλεπες. Η καρδία σου, η φαντασία σου, οι οφθαλμοί σου ήσαν προσκεκολλημένα εις εκείνην, ήτις εφόρει τότε λινομέταξην θερινήν εσθήτα κ' εσκιάζετο από το κόκκινον παρασόλι. Μόνον οι αλαλαγμοί του πλήθους σε απέσπασαν από της βυθίας θεωρίας σου, όταν το πλοίον είχε πέσει εις την θάλασσαν και ο πλοίαρχος έγινεν υποβρύχιος κατόπιν αυτού.

Οι αγαπώντες τα γραφικά θεάματα και έχοντες γρόνθους και αγκώνας ικανώς ισχυρούς, ώστε να ευρίσκωσι τόπον και εκεί όπου δεν υπάρχει, ουδαμού, πιστεύομεν, δύνανται κάλλιον να ευχαριστηθώσι παρά επί του καταστρώματος των μικρών ατμοπλοίων, τα οποία κατά πάσαν θερινήν εσπέραν μεταφέρουν τους Κωνσταντινουπολίτας εις τον Πρίγκηπον, το Νιοχώρι και τα Θεραπιά.

Είναι απλούς ήχος, ευρεία έκτασις, εν ή καταφεύγει όλη ημών η περί αΰλου άγνοια, Επί πόσας μακράς ώρας παρεδιδόμην εις μελέτας επί των ομμάτων εκείνων, και ποσάκις, επί ολόκληρον θερινήν νύκτα, προσεπάθουν να τους διερευνήσω. Αι κόραι εκείναι έκρυπτόν τι εις το βάθος των, αόριστον . . . . και αυτού του φρέατος του Δημοκρίτου βαθύτερον, και μετά πάθους είχα επιδοθή εις την ανακάλυψίν του.

Τώρα καταβρέχομεν μόνον ενίοτε. Έχουσι δε τότε οι διαβάται διπλήν διασκέδασιν· την μίαν θερινήν, τον κονιορτόν, και την άλλην χειμερινήν, την λάσπην. Λέγουν εν τούτοις πολλοί, ότι δεν είνε δεισιδαίμων φόβος η αιτία της προς τον κονιορτόν ανοχής μας, αλλ' άλλη τις πεζοτέρα και πραγματικωτέρα, . . . . η έλλειψις ύδατος. Ίσως έχουσι δίκαιον. Φοβούμαι όμως μη και τα δύο συμπίπτουσι.

Και όταν σείεται ο πολυέλαιος και σείεται κι' αυτή μαζί της πέρα- δω, θαρρώ πως είμαι μέσα κ' εγώ, και ταξειδεύει, ο νους μου ακόμη με τα πανιά.... Θερινήν τινα εσπέραν του έτους 1854 ασυνήθης κίνησις παρετηρείτο εν τω ορμίσκω της μικράς πολίχνης της νήσου.

Το βέβαιον είνε, ότι η φαληρική εκείνη διασκέδασις είνε μία των ωραιοτέρων μας θερινών διασκεδάσεων, αίτινες άλλως δεν είνε λίαν άφθονοι· οσάκις δε μάλιστα, ως εφέτος, δεν λαμβάνει τας τραγικάς διαστάσεις του Φ ά ο υ σ τ, της Λ ο υ κ ί α ς, της Ν ό ρ μ α ς και των Κ α θ α ρ ι σ τ ώ ν, αλλά περιορίζεται εις πινάκια ελαφρά και ευκατάποτα, οποία είνε μ' όλα των τα ελαττώματα αι Οφφεμπαχιάδες, δύναται τις να λησμονήση ευαρέστως παρά το γλαυκόν κύμα του Φαλήρου, υπό την θερινήν πανσέληνον, και προς ορχηστικήν τινα μελωδίαν του γαλλικού θεάτρου, τον καύσωνα και τον κονιορτόν της πρωτευούσης.

Ενώ εσπούδαζα ποτέ βατράχους ανατέμνων εμπρός μου τράγος με ορμήν επέρασε μεγάλην, κι' ευθύς 'στην μετεμψύχωσιν ο νους μου 'πήγε πάλιν και είπα «να! των Μυκηνών ο μέγας Αγαμέμνων». Μίαν ημέραν θερινήν, ενώ με οίστρον λαύρον εφανταζόμην κρύσταλλα και φως Βορείου Σέλαος, χρυσόκερων αντίκρυσα κατέναντί μου ταύρον και είπα «να! κι' ο αδελφός του πρώτου ο Μενέλαος»

Ας εξέλθη ο παρατηρητικός ημών αναγνώστης κυριακήν τινα ή μουσικής ημέραν εις τας πλατείας του Συντάγματος και της Ομονοίας· ας παρακολουθήση τον περίπατον των Πατησίων· ας πορευθή θερινήν τινα εσπέραν εις του Απόλλωνος και του Φαλήρου τα ύπαιθρα θέατρα· ας παραμείνη τέλος εν αυτή τη αιθούση του χειμερινού ημών θεάτρου, περιάγων επί τινας στιγμάς το βλέμμα του από θεωρείου εις θεωρείον.

Άνευ αυτού ο Κ. Πλατέας επνίγετο και δεν εγράφετο η παρούσα ιστορία. Ιδού πώς συνέβη το πράγμα: Δεν ήτο κολυμβητής περίφημος ο Κ. Πλατέας, αλλ' ηδύνατο όπως δήποτε να πλέη, ηρέσκετο δε προπάντων εις το να απλώνη τα νώτα επί των υδάτων. Ανεπαύετο λοιπόν ούτω μίαν θερινήν ημέραν, πλέων ανάσκελα.