Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Συγχρόνως υπεξείλεν ηρέμα την φλοκάταν όπισθεν των ώμων του Βράγγη, μη παρατηρήσαντος αυτόν, και έφυγε τραπείς την προς την κώμην άγουσαν. Διότι, ότε επαρουσιάσθη το πρώτον προς τον Βράγγην, δεν ήλθε διά της αυτής οδού, ην ηκολούθησε και ούτος, αλλά διά της αντιθέτου.
Ζητών διά των χειρών την θύραν την άγουσαν εις τους κοιτώνας διέκρινε το τρεμοσβύνον φως μιας λυχνίας, και πλησιάσας, είδε το ιερόν των εφεστείων, όπου αντί των θεών υπήρχε σταυρός· υπό τον σταυρόν εκείνον έκαιε κηρίον. Μία σκέψις διήλθεν αστραπιαίως διά του πνεύματος του νέου κατηχουμένου: ο σταυρός τω έστελλε το φως εκείνο, το οποίον θα τον εβοήθει εις την ανεύρεσιν της Λιγείας.
Αλλ' ενόησεν ότι έπρεπε να επανέλθη εις την διεύθυνσιν του Ουστρίνου, να διαβή τον ποταμόν και να φθάση εις την Λιμενίαν οδόν, την άγουσαν κατ' ευθείαν εις Τρανστιβέρην. Δεν ήτο εύκολον και τούτο, ένεκα του συνωστισμού. Θα εχρειάζετο να ανοίξη δρόμον με το ξίφος εις την χείρα· αλλά δεν είχεν όπλον.
Θερινήν τινα ημέραν, προ ετών πολλών, δεν ενθυμούμαι ακριβώς πόσων, αφού επρογευμάτισα ευθύμως μετά τινων φίλων εις το παρά την όχθην του Κηφισσού, του έχοντος τότε ύδωρ, εστιατόριον της Κολοκυνθούς, αφήκα αυτούς παραδιδομένους εις την μακαριότητα του μεταμεσημβρινού ύπνου και ηκολούθησα μόνος την άγουσαν εις τα Σεπόλια παρά την όχθην του ρύακος οδόν.
Αντί δε να μεταβή εις την πατρικήν οικίαν, οπόθεν θα ωδηγείτο πάλιν την επιούσαν προς τον φοβερόν καλόγηρον, ετράπη την προς τα όρη άγουσαν και μετά τινας ώρας ευρίσκετο εις την μάνδραν του πατρός του.
Ο πρωτοδίκης, προλαβών επιδεξίως, εκάθισεν εις τρόπον ώστε να βλέπη την προς το Μάνα άγουσαν, ο δε Κ. Πλατέας έλαβε κατοχήν του απέναντι σκαμνίου, στρέφων τα νώτα προς την εξοχήν, το δε πρόσωπον προς την πόλιν, όχι όμως και άνευ τινός ανησυχίας διά την επήρειαν του εσπερινού αέρος, ανησυχίας εκδηλουμένης διά συνεχούς συστολής των ώμων και διά του μέχρι του λαιμού κουμβώματος του επενδύτου του.
Και καθώς η φραιδρά αύτη προπομπή, η τόσω πλήρης υψιφρόνων ελπίδων και πλανητικών πίστεων περί του ερχομένου Βασιλέως, ανέβαινε την στενήν και πετρώδη ανωφέρειαν την άγουσαν εις την πύλην της Ναΐν, συνήντησεν άλλην και θλιβεράν συνοδίαν, εξερχομένην όπως θάψη αποθανόντα νέον τινά έξω των τειχών.
Το έθηκεν εις την πήραν, χωρίς να το περιεργασθή, διότι το συμπαθές φορτίον όπερ εβάσταζε δεν επέτρεπε αυτώ τούτο. Ετάχυνε γενναίως το βήμα, και εισήλθεν εις την σύνδενδρον και σκιεράν οδόν, την άγουσαν εις το χωρίον. Ότε προέβη αρκετήν οδόν, ήκουσεν αίφνης ποδοβολητόν ίππων ερχομένων όπισθέν του. Τα σιδηρά πέταλα αντήχουν επί του εδάφους και αι φωναί των ιππέων ηκούοντο.
Εκείνοι έμειναν ευλαβώς οπίσω, και Τον ηκολούθουν με πολλά βλέμματα φόβου καθώς βραδέως ανήρχετο την μακράν γυμνήν και απότομον φάραγγα, την άγουσαν από Ιεριχώ εις Ιερουσαλήμ. Δεν διενοείτο να μείνη εντός της πόλεως Ιερουσαλήμ, αλλ' επροτίμησεν ως συνήθως να σταματήση εις την αγαπητήν οικίαν της Βηθανίας.
Διέβησαν την κοιλάδα των Κέδρων, και απέβησαν την ανωφερή ατραπόν, την άγουσαν από του Όρους των Ελαιών εις την Βηθανίαν. Εις την κορυφήν του Όρους τούτου εστάθησαν, και ο Ιησούς εκάθησε να αναπαυθή ίσως υπό τους κλώνας των δύο μεγαλοπρεπών εκείνων κερδών, αίτινες εκόσμουν τότε, την κορυφήν του Όρους. Ήτο δε σκηνή κατάλληλος να εμπνεύση σοβαρωτάτας σκέψεις.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν