United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον του πατρός της, εις το «κελλί του», όπου κατώκει εις την ανωφερή εσχατιάν της πολίχνης, και την εγέμιζε περιποιήσεις και τρυφερότητας.

Άλλοι οδοιπόροι, ταξειδεύοντες προς τον αυτόν σκοπόν, θα τους άφισαν πολύ οπίσω εις τον δρόμον τον ανωφερή, τον διερχόμενον από το φρέαρ του Δαυίδ, και άγοντα επάνω εις την κορυφήν της λοφοσειράς, όπου ήτο εκτισμένον το χάνι.

Αλλά διά να ευρεθή απρόσεκτη και αλλοφρονούσα, διά να μην κυττάξη καλά πού πλησίον ευρίσκετο, επαραπάτησεν, έκαμε μικρόν θόρυβον, αρκούντα διά να ξυπνήση τον σκύλον και τον άνθρωπον. Όλα έτσι της ήρχοντο! Άλλως, η δίψα της τώρα είχεν ερεθισθή με τον δρόμον τον ανωφερή. Έκοψε φύλλα ελαιοδένδρων και τα έβαλε μέσ' το στόμα της. Εβάδιζεν επί μίαν ώραν ακόμη. Ήτον ήδη χαραυγή.

Και αφού έβγαλε τα πασουμάκια της, τα οποία εξερχομένη από την γούρναν είχε φορέσει, και τα έρριψε μέσα στο καλάθι, άρχισε ν' αναρριχάται ελαφρά πατούσα, ανυπόδητη, με το καλάθι της περί τον αριστερόν αγκώνα, με το ραβδί της εις την χείρα την δεξιάν, τον κρημνόν τον ανωφερή, όπου μόνον τα ολίγα ερίφια, όσα ήσαν μεταξύ των προβάτων του Λυρίγκου, θα ηδύναντο ν' αναρριχηθώσι.

Διέβησαν την κοιλάδα των Κέδρων, και απέβησαν την ανωφερή ατραπόν, την άγουσαν από του Όρους των Ελαιών εις την Βηθανίαν. Εις την κορυφήν του Όρους τούτου εστάθησαν, και ο Ιησούς εκάθησε να αναπαυθή ίσως υπό τους κλώνας των δύο μεγαλοπρεπών εκείνων κερδών, αίτινες εκόσμουν τότε, την κορυφήν του Όρους. Ήτο δε σκηνή κατάλληλος να εμπνεύση σοβαρωτάτας σκέψεις.

Έτρεξε τον δρομίσκον τον ανωφερή, εις την αστροφεγγιάν, ανάμεσα εις τους βράχους, και μετά ημίσειαν ώραν έφθασεν ασθμαίνουσα εις τον οικίσκον του Λυρίγκου. Εστάθη διά να λάβη αναπνοήν, είτα έκρουσε την θύραν. Περί ενός μόνου ήτο βεβαία, ότι οι δύο «ταχτικοί» ευρίσκοντο παντού αλλού, αλλ' όχι εις αυτό το καλύβι, όπου υπήρχε γυνή λεχώ με την συντροφίαν της μητρός της.

Όπως ήσαν πιασμένοι εις τον χορόν, ούτως εκίνησαν εκ του υψηλοτέρου μέρους της αγοράς, διά ν' ανέλθωσιν εις την ενορίαν. Άμα έκαμψαν την πρώτην ανωφερή γωνίαν, επί της παραλλήλου οδού εφάνη η αντίθετος διαδήλωσις κατερχομένη εκ της άνω συνοικίας, προς την αγοράν βαίνουσα, με τας κραυγάς των γυμνοπόδων παίδων·Ζήτω οι καλοί, πατριώταις! Ζήτω η νοικοκυρωσύνη!

Σκληρά, ξηρά, υψηλή, μονοκόκκαλος η θεια Μυγδαλίτσα, με την μαύρην μανδήλαν της, ωχρά εκ της πενίας και μ' ερυθρούς τους οφθαλμούς εκ των δακρύων, χωρίς να αισθάνεται τον παραμικρόν κόπον, ανέβαινε τον ανωφερή και απότομον δρόμον, ίνα απέλθη «'ς το Χωριό» και παρακαλέση τον Χριστόν διά το παιδί της, «να της το φέρη μια φορά τα Χριστούγεννα». Είχαν περάσει χρόνια.

Εκύτταξε δι' αυθορμήτου κινήματος δεξιά και αριστερά, μέσα εις τα κλαδιά τα διαχαράσσοντα κατά μήκος εν πρασίνω δροσερώ πλαισίω τον ανωφερή δρομίσκον, μετ' εμφύτου τρόμου, φοβουμένη μη ίδη έξαφνα εξηπλωμένον ανάμεσα εις ένα σχοίνον και μίαν κομαριάν το σώμα του γαμβρού της. Διότι ανησύχει πολύ, και δεν είξευρε τι είχε γείνει, ο προκομμένος.