United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από της εποχής εκείνης οι Αργείοι κόπτουσι τας κόμας των τας οποίας άλλοτε κατ' ανάγκην άφινον κυματιζούσας· έκαμαν δε νόμον και εψήφισαν κατάραν κατά παντός Αργείου όστις ήθελεν αφήσει κόμην μακράν και κατά πάσης Αργείας ήτις ήθελε φορέσει χρυσά κοσμήματα πριν ανακτηθή η Θυρέα.

Ο Κουμπής το εστοχάσθη. Εκύτταξε καλά, το ίδιον στήθος και τον κορμόν και τας χείρας του, και το ανεκάλυψεν. Εξήλθε δρομαίως. Εφρύαξε κ' έτρεξε με σκοπόν και απόφασιν να σκοτώση την Λελούδα. Αι δύο γυναίκες είχον ενδυθή. Εφόρεσαν η παλαιά Κουμπίνα τα σεμνά και ταπεινά της, κ' η νέα τα νυφιάτικα, τα οποία δεν είχε φορέσει στον γάμον της, κ' ήσαν έτοιμαι να εξέλθωσι, διά την εκκλησίαν.

Αλλά και τα χρυσοκέντητα ρούχα, τα νυφιάτικα, τα οποία είχε φορέσει διά να στεφανωθή, κι' αυτά επίσης ήσαν βλασφημημένα. Οι γονείς της τής τα είχαν αγοράσει έτοιμα από μίαν μητέρα, της οποίας η κόρη είχε κατεβή εις τον τάφον, πριν γείνη νύφη διά να τα φορέση. Ω, κακοσημαδιά! Και η Νειόνυφη έκλαυσεν.

Ο γερο-Στεφανής εφόρει πανωβράκι τσόχινον, το οποίον είχεν από τριακονταετίας, και δεν το είχε φορέσει περισσότερον από πέντε φοράς εις όλην την ζωήν του.

Και αφού έβγαλε τα πασουμάκια της, τα οποία εξερχομένη από την γούρναν είχε φορέσει, και τα έρριψε μέσα στο καλάθι, άρχισε ν' αναρριχάται ελαφρά πατούσα, ανυπόδητη, με το καλάθι της περί τον αριστερόν αγκώνα, με το ραβδί της εις την χείρα την δεξιάν, τον κρημνόν τον ανωφερή, όπου μόνον τα ολίγα ερίφια, όσα ήσαν μεταξύ των προβάτων του Λυρίγκου, θα ηδύναντο ν' αναρριχηθώσι.

Όλα εγελούσαν ως μικρά αθώα παιδία, όλα εμοσχοβολούσαν εις την μικράν εκείνην νήσον, όλα ήσαν λαμπροφορεμένα· τα περισσότερα παιδία είχαν φορέσει καινουργή τριζοκοπούντα υποδήματα, κ' έκαμνον κρότον και κρότον επάνω εις της πλάκες της Εκκλησίας. Τι εύμορφον Πάσχα! Την ψαλμωδίαν του, μοι φαίνεται, δεν την ήκουσα πλέον.

Την ημέρα που είχε ορισθή για την τελετή, στον Πόρο του Κινδύνου, τα λειβάδια έλαμπαν μακρυά σκεπασμένα, και στολισμένα απ' άκρη σ' άκρη με της πλούσιες σκηνές των βαρώνων. Στο δάσος, ο Τριστάνος εκάλπαζε με την Ιζόλδη, κι' από φόβο παγίδας, είχε φορέσει την περικεφαλαία του και το θώρακά του. Ξαφνικά, και οι δύο φάνηκαν έξω από το δάσος και είδαν μακρυά, μέσα στους βαρώνους το Βασιληά Μάρκο.

Περί την μεσημβρίαν της αυτής ημέρας, ο ατυχής μπάρμπα-Διόμας είχε φορέσει μέχρι των ώτων καταβαίνον όρθιον το παμπάλαιον φέσι του, είχεν ενδυθή την &τσάκαν& του και το αμπαδίτικο βρακί του, και καταβάς εις τον αιγιαλόν, έλυσε την μικράν, ελαφροτάτην και υπόσαθρον λέμβον, και λαβών τας κώπας ήλαυνε προς την μεσημβρινώτερον κειμένην μικράν νήσον Τσουγκριάν.

Την εσπέραν εκείνην, παραμονήν των Χριστουγέννων του έτους 185 . . . δύο παιδιά κατήρχοντο με ζωηρά βήματα το λιθόστρωτον και οι πόδες των, ασυνήθιστοι εις τα πέδιλα τα οποία είχον φορέσει ίσως εκτάκτως την εσπέραν εκείνην, έκαμναν μέγαν κρότον επί των πλακών του εδάφους. Αμφότεροι εκράτουν ελαφράς ράβδους. Ο είς εκράτει φανόν με την άλλην χείρα. Ήτο εβδόμη ώρα. Νυξ αστροφεγγής και ψυχρά.