United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Φαναριώτης εφάνη και ωδήγησε τους επισκέπτας κάτω εις τον ίδιόν του θάλαμον. Εκεί το πρώτον όπου είδεν η Λελούδα, άμα ήρχισε να συνέρχεται βαθμηδόν εις τας αισθήσεις της, ήτο μία εικών φέρουσα την Παναγίαν με τον Χριστόν βρέφος, και υποκάτω τον Αγιον Νικόλαον, ιεράρχην με πολιά στρογγύλα γένεια, κρατούντα Ευαγγέλιον κ' ευλογούντα.

Η Λελούδα η αντικρυνή του ήτο μόλις τριάντα χρόνων ίσωςωραία, ροδόπλαστος, σεμνή, ταπεινή, πτωχή και άμεμπτος, απροστάτευτη και πεντάρφανη. Ένα μόνον θείον είχε, κ' εκείνος δεν ήτο ικανός να την προστατεύση. Εσκέφθη να την απαγάγη, και να δωροφορήση έναν παπάν, ή και να τον βιάση με φοβέρανεπειδή ήτο γνωστόν ότι τα είχε καλά με τους Τούρκουςνα τους στεφανώση.

Θε μου, Άι-Προκόπη μου. — Αχ! Παναγία μου! Πριν αρθρώσωσι δευτέραν λέξιν, τρίτος εξόπισθεν του βράχου προέκυψεν, ο Κουμπής. — Μη φοβάσαι, αθώα Λελούδα! Κουμπίνα, να πας στο σπίτι σου. Έλα μαζί μας, Λελούδα. — Να 'ρθή; πού να 'ρθή; Σε καλό σου, Κουμπή, ετόλμησε να ψελλίση η Κουμπίνα. — Σύρε στο σπίτι σου, Κουμπίνα, επανέλαβεν ο σύζυγός της. — Λελούδα, έλα θα πάμε στην φεργάδα.

Μη φοβάσαι τίποτε, παπά μου· έχω ορισμόν απ' τον Αχμέτ Πασά. Αλλοιώς, θα θυμώση ο Πασάς μ' εμένα, και με σας τους παπάδες, πως δεν του έκαμα τον λόγον του. Την ώραν που έβγαιναν η Κουμπίνα κ' η Λελούδα από τον Άγιον Προκόπιον, όπου είχον ανάψει τα κανδήλια, είχε σουρουπώσει πλέον, και σκότος ήρχισε ν' απλώνεται εις όλην την κρημνάδα αυτήν.

Πάρε μαζί σου και την φτωχή γειτόνισά μας την Λελούδα, επειδή και είνε κι' αυτή ανέβγαλτη, και δεν έχει άλλη παρηγοριά από σένα, που θα είνε μοναξιά, να πάτε ν' ανάψετε τα καντήλια, να σεργιανήσετε κι' όλας. — Άκουσε να σου πω, νάχω και το συμπάθειο, Κουμπή, απήντησε το Σεραϊνώ. Η Λελούδα είνε, όπως είπες, ανέβγαλτη, και τώρα είν' εδώ η αρμάδα.

Ποιος ξέρει αν δεν θα βγουν οι Τουρκαλάδες όξω στη στεριά, να πάρουν αράδα της αβραγιές και τα χωράφια. Η Λελούδα θα φοβάται να 'ρθή μαζί μου. — Ακούς τι σ' λέω, Κουμπίνα; Εσύ να την καταφέρης να 'ρθή μαζί σου.

Είτα επρόφερε: — Να με σχωρέσης! — Σχωρεμένη και βλοημένη νάσαι, είπεν εν εγκαρτερήσει η πρώην Κουμπίνα. Θα στείλω μαστόρους να το μερεμετίσουν, ό,τι χρειάζεται, σήμερα. Και σε περικαλώ, όσο μπορείς, να τάχης καλά με την Κουμπίνα. — Εγώ θα τάχω καλά με την νέαν Κουμπίνα, όπως τα είχα και με την Λελούδα, απήντησεν η απλή ψυχή.

Η φτωχή Λελούδα, άμα είδε την πρώτην αρχόντισσαν του χωριού και την παρεκάλεσε να υπάγη μαζί της εις βραχείαν εκδρομήν έξω του Κάστρου, επειδή ησθάνετο κι' αυτή υπολανθάνουσάν τινα ανάγκην ν' αλλάξη τον αέρα, ύστερ' από πολλούς μήνας οπού δεν είχεν εξέλθει από το ταπεινόν καλύβι της, επείσθη.

Σου είπα, δέσποτα, είπεν ο Φαναριώτης. Ξέχασες να ερωτήσης τους μελλονύμφους, αν θέλουν να παρθούν. Ο Παπάς εστράφη προς το ζεύγος και ηρώτησε μηχανικώς: — Θέλεις, Κουμπή, διά γυναίκα σου την Λελούδαν; — Την θέλω. — Θέλεις, Λελούδα, τον Κουμπήν;... Η Λελούδα δεν έσεισε την κεφαλήν. Έμεινε ακίνητος, κάτω νεύουσα, με απλήν και περισσήν σεμνότητα.

Ολίγους μήνας μετά τον γάμον, η Λελούδα έκαμεν έν φοβερόν λάθος, λίαν επικίνδυνον. Ήτο μεγάλη εορτή, την Βαΐων, κι' ο Κουμπής εξύπνησε λίαν πρωί, να υπάγη εις τον Χριστόν, να λειτουργηθή. Όταν εισήλθεν εις τον ναόν, οι προεστοί γύρω, στον χορόν, είδον το λάθος. Εκύτταξαν το γυναικείον υποκάμισον του Κουμπή, καί τινες υπεψιθύρισαν, κ' εδάγκασαν τα χείλη των, διά να μη μειδιάσουν.