United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όθεν ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν την γέφυραν και ν' ανοίξουν τας πύλας του φρουρίου. Η Σεραϊνώ ήνοιξε την θύραν εις το πρώτον κρούσμα, εστάθη σταθερά, υπομειδιώσα και τους ευχήθη: — Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! με γυιους, Κουμπή... — Πώς ξέρεις; — Ήρθ' ένα πουλάκι και μούπε. Εστράφη προς την Λελούδαν. — Να πάρω το κλειδί του σπητιού σου, να πάω να κοιμηθώ απόψε; Η Λελούδα κατένευσε δακρύουσα.

Εκεί που επατούσαν αι δύο γυναίκες, εις το παρδαλόν σκότος, ήτο άκρα μοναξιά, δεν εφαίνετο ψυχή ζώσα. Ω, καλύτερον να μην ήτο ψυχή ζώσα την ώραν εκείνην, διά την Κουμπίναν, και διά την Λελούδαντην τρομάρα που πήραν αι δύο γυναίκες! — εις το μέρος αυτό. Δύο άνθρωποι, κρυμμένοι όπισθεν βράχου, εις τον όχθον του δρόμου, ωμίλησαν ελληνιστί. — Σταθήτε! μη φοβάσθε... — Ωχ! τι είνε; Αχ!

Σου είπα, δέσποτα, είπεν ο Φαναριώτης. Ξέχασες να ερωτήσης τους μελλονύμφους, αν θέλουν να παρθούν. Ο Παπάς εστράφη προς το ζεύγος και ηρώτησε μηχανικώς: — Θέλεις, Κουμπή, διά γυναίκα σου την Λελούδαν; — Την θέλω. — Θέλεις, Λελούδα, τον Κουμπήν;... Η Λελούδα δεν έσεισε την κεφαλήν. Έμεινε ακίνητος, κάτω νεύουσα, με απλήν και περισσήν σεμνότητα.

Ενεχείρισεν εις τον Κουμπήν έν μικρόν δέμα, εντός μεταξωτού προσοψίου, επίπεδον, κυκλοτερές. — Αυτό το ηύρα μέσ' τη βάρκα, είπεν. — Α! κ' εγώ τα ξέχασα, είπεν ο Κουμπής. Ήσαν στέφανα του γάμου, τα oποία ο Κουμπής είχε κατασκευάσει, φαίνεται λάθρα, και ιδιοχείρως την ώραν που η Κουμπίνα είχε κινήσει να υπάγη στον Άι-Προκόπην μαζί με την Λελούδαν.

Ο Κουμπής απώθησε τα στέφανα επί της τραπέζης, κάτω της Αγίας εικόνος, έκαμεν ένα σταυρόν, κ' έδωκε την χείρα εις την Λελούδαν. — Έλα, αγάπη μου. Η κόρη εσηκώθη μηχανικώς. Ούτε ήθελεν, ούτε ηδύνατο ν' αντισταθή. Εστάθη εκείνος δεξιά, και αύτη αριστερά, αντικρύ της εικόνος. — Τώρα θα μας κάμης πατριαρχικόν γάμον, δέσποτα, όπως συνηθίζουμ' εμείς στο Φανάρι.