United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να την η Όμορφη του Κόσμου· είπε ο νέος αρπάζοντας το χέρι της και κυττάζοντάς την κατάματα. Ξέχασες τίνος πατέρα είμαι γιος; Αλήθεια ο αδερφός μου πάσκισε να μου ψαλιδίση τα φτερά· μα δε μου τα μάδησε κι' ολότελα. Πάλε θα φυτρώσουν με τον καιρό· αν και νοιώθω πως φύτρωσαν από τώρα με τα λόγια σου. Έλα, έλα μαζί μου, αγαπημένη.

Τώρα όμως κάνε μου τη χάρη, σήκω και φύγε.» «Ντόνα Νοέμι;» «Λοιπόν, τι τρέχει πάλι; Σήκω, μην κάθεσαι γονατιστός εκεί πέρα, με σταυρωμένα τα χέρια! Είσαι ηλίθιος!»¨ «Μα ντόνα Νοέμι, τι έχετε πάθει; Αρνείστε;» «Αρνούμαι.» «Αρνείστε; Μα γιατί, ντόνα Νοέμι μου;» «Γιατί; Το ξέχασες; Είμαι γριά, Έφις, και οι γριές δεν αστειεύονται με τη θέλησή τους.

Σου είπα, δέσποτα, είπεν ο Φαναριώτης. Ξέχασες να ερωτήσης τους μελλονύμφους, αν θέλουν να παρθούν. Ο Παπάς εστράφη προς το ζεύγος και ηρώτησε μηχανικώς: — Θέλεις, Κουμπή, διά γυναίκα σου την Λελούδαν; — Την θέλω. — Θέλεις, Λελούδα, τον Κουμπήν;... Η Λελούδα δεν έσεισε την κεφαλήν. Έμεινε ακίνητος, κάτω νεύουσα, με απλήν και περισσήν σεμνότητα.

Κατά το Σ. ο Ίδας «παίρνει μόνο τα επίσημα &σκηνικά της ζωής& χωρίς να σπουδάσει τη &γένεσή τους& και παραβλέπει προ πάντων τα &παρασκήνια&, αυτά που μπορούν να εξηγήσουν την πραγματική έννοια της ζωής». Έτσι, κατά το Σ. «ορισμένη εποχή του &φεουδαλικού καθεστώτος& εδημιούργησε το Κράτος και κατόπι με τη φορά της εξελίξεως οι &αστοί έρριξαν στη μέση την ιδέα του &έθνους& και της &πατρίδας& για να φέρουν αντιπερισπασμό πρώτα στους φεουδάλους και κατόπι στους προλετάριους, σκεπάζοντας συνάμα μ' αυτές τα οικονομικά τους συμφέροντα». Στο παράπονο του Ίδα: «δε μας ξαίρεις εμάς τους Τουρκομερίτες και για τούτο μας ξέχασες στο βιβλίο σου», ο κ Σ. απαντάει: «Σας ξαίρω και σας παραξαίρω κ.

Ξέχασες πως είμαι φτωχοκόριτσο και ξένο, πως μ' έφεραν εδώ για να συντροφέβω την Ελένη, να κάθουμαι μαζί της; Έχουμε καιρό. Βλέπουμε κατόπι. Αν το πης, θα μας χωρίσουν και μου αρέσει τόσο να μιλής και να σε κοιτάζω! Ίσως πάλε φταίω γω που σ' άκουσα εκείνο το βράδυ, που αποκρίθηκα ναι. Τι να κάμω; Αχ! δεν ξέρεις· μου φαίνουνταν τόσο παράξενο! Δε φαντάζουμουν πως θα μ' αγαπήση κανένας.

Σκέφτηκε: — Αν δεν προχωρήσει το απόβραδο, περισσότερο από το σημάδι αυτό, κι' αν μείνει η πλάση όλη ένα απόβραδο. τι θα γίνει ο κόσμος! Μετά το βραδυνό συσσίτιο ήρθεν ένας υποχρεωτικός δίοπος να τον πάρει στο διαμέρισμά του. — Έχομε διασκέδαση στο υπόφραγμα, δεν το ξέχασες, του είπε.

Ναίσκε· καβάλλα στο ξυλάλογο· σα να λέμε στην κάσσα. Ξέχασες, βλέπω, το στερνό σου ταξείδι. — Ου!... έκαμε η γριά μ' ανατριχίλα, βάζοντας μπροστά το χέρι της για να διώξη το κακό. — Ω, διάτανε! το φοβάσαι βλέπω το θάνατο σα να ήσουνα χίλιω χρονώ. Μα στην πίστη μου σου λέω έχεις άδικο, γριά! Έχεις μεγάλο άδικο. Εκεί να ιδής σπίτι μια βολά.

Να σε σώση; είπα μηχανικά. Από τι πράμα; Τα πρόσωπό της πήρε μιαν έκφραση παράξενη, σα να ξαναγύριζε στον εαυτό της για να σκεφτή πως είναι δυνατό να αιστάνουνται διαφορετικά δυο άνθρωποι, που αγαπούν ο ένας τον άλλον. — Ξέχασες το χειμώνα; είπε. Δεν ένοιωσα ή δεν ήθελα να νοιώσω. — Νόμιζα πως εκείνο πέρασε, είπα. — Νομίζεις πως μπορεί να περάση τίποτε; είταν η απάντησή της.

Ή ξέχασες πως έχω το λάζο μαζί μου. Τα εχρειάσθηκεν ο καπετάν Στραπάτσος· μου έρριξε τη γούμενα. Πιάνω από μακριά και θηλυκόνω καλά τον κορμό. Έπειτα πηγαίνω στο άλλο πλευρό και αρχίζω πάλι με τον λοστό τις ρίζες. Εκείνο δος του κ' εγλαυκόπαιζε τα μάτια του σαν να ήθελε να με μαγνητίση.

Όχι ακόμα, του έλεγε ο γέρος. Να πάρουμε πρώτα τη γολέττα να τη δουλέψουμε απατοί μας, κ' ύστερα με το καλό γυρίζουμε στα λεύτερα τα Ψαρά. Η λευτεριά δε θ' αργήση. Ξέχασες τι τους κάμαμε τις προάλλες στην Ερεσσό; Έμεινε λοιπόν η Μαριώ με τη γριά της, και σύρανε οι δυο οι καπιτανέοι με τη γολέττα στο πέλαγο.