United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα φύλλα πέφτανε αργά έναένα κ' έστρωναν το χώμα με κόκκινο ταπί· οι περικοκλάδες που σκάλωναν στους τοίχους ανατρίχιαζαν από τη γύμνια. Το κλήμα που γενιάστηκε από το σπίτι της Ελπίδας ο Δημητράκης σκέπαζε πέραπέρα την αυλή. Ήταν άφυλλο από τον καιρό· μα τα κλαριά του θρασομανούσαν ψηλά και χαμηλά, λες κι ανυπομονούσαν ν' αγκαλιάσουν το άπειρο.

Επειδή δεν τους φαινότανε σίγουρο να μένουνε στη θάλασσα χυνόπωρο καιρό· ώστε και το καΐκι το σύρανε στη στεριά για το φόβο νυχτερινής φουρτούνας.

Να την η Όμορφη του Κόσμου· είπε ο νέος αρπάζοντας το χέρι της και κυττάζοντάς την κατάματα. Ξέχασες τίνος πατέρα είμαι γιος; Αλήθεια ο αδερφός μου πάσκισε να μου ψαλιδίση τα φτερά· μα δε μου τα μάδησε κι' ολότελα. Πάλε θα φυτρώσουν με τον καιρό· αν και νοιώθω πως φύτρωσαν από τώρα με τα λόγια σου. Έλα, έλα μαζί μου, αγαπημένη.

Εφρόντιζε να τρων καλά οι καλόγεροι, τους καλομιλούσε κ' εδεχότανε με τρόπο ευγενικό τον απ' έξω κόσμο. Η μάννα του τον βοηθούσε στην εσωτερική διοίκησι και όλα πήγαιναν καλά. Αυτά στας αρχάς, τον πρώτο καιρό· μετά ένα όμως χρόνο τα πράμματ' άλλαξαν.

Έμεινα λίγον καιρό· όταν έφτασα μου κλέψαν ό,τι είχα οι λωποδύτες στην αγορά του Σαιν-Ζερμαίν· με πήρανε και μένα για κλέφτη και με κλείσανε οχτώ μέρες στη φυλακή· έπειτα έκαμα το διορθωτή σε κάποιο τυπογραφείο, για να κερδίσω τ' απαιτούμενα για την επιστροφή μου με τα πόδια στην Ολλανδία, Γνώρισα όλους τους κανάγηδες· συγγραφείς ραδιούργους, θεόληπτους.

ΤΡΙΝΚ. Εδώ δεν είναι ούτε φυτό, ούτε δενδρούλι κανένα για να σκεπασθής από τον καιρό· και ολοένα βράζει και άλλη ανεμοζάλη· την ακούω, που τραγουδάει στον αέρα· εκείν' η μαυρίλα, κείνο το σύγνεφο το τρανό, μοιάζει έν' ασκί χαλασμένο έτοιμο να σκάση.

Γεια σας, χωριανοί μου. — Καλώς κοπιάζεις. — Παπά δεν έχετε, Παπά γυρέβετε. Μου δίνετε υπογραφάδες στο Δεσπότη, να με κάνετε Παπά, όπου έχω από προσπάπου μου, να μιλώ με το Θεό, όποτε θέλω να βρέχη κι όποτε θέλω να μη βρέχη; Ήταν και μεγάλη ανεβροχιά κείνον τον καιρό· είχαν έλλειψη κι από Παπά οι χωριανοί. — Σε κάνουμε, του λένε, Παπά. Του δίνουν και υπογραφάδες, γίνεται Παπάς.

Η θεία κοι άλλοι ήθελαν να μας κρατήσουν έως το Δεκαπενταύγουστο, να πάμε και στο πανηγύρι της Καλυβιανής. Αλλ' η μητέρα δεν ήθελε να μείνωμε περισσότερο. Έπειτα δεν είχαμε μείνει και λίγο καιρό· αρκετό βάρος, έλεγε η μητέρα μου, εδώκαμε στους συγγενείς μας. Ας έρθουν κιαυτοί να περάσουν, καμπόσον καιρό στο χωριό μας. Η θεια κοι λοιποί ήθελαν να κρατήσουν τουλάχιστον εμένα.

Αυτόν το θάνατο εύχονταν όλοι οι γενναίοι εκείνον τον καιρό· να παν από βόλι . Τον ίδιο θάνατο ευχήθηκε κι' ο Γκούρας κι' απ' αυτόν επήγε. Ο Καραϊσκάκηςτης εκστρατείες του είχε πάντα μαζί του μια Τουρκοπούλα βαφτισμένη, που την έλεγαν Μαριώ. Αυτή ήταν ντυμένη φουστανέλλες, σαν άντρας, κ' είχε τ' όνομα Ζαφείρης ανάμεσατα παληκάρια.

Είχαμε πρύμο τον καιρό· τα σημάδια καλά. Η «Παντάνασα» φορτωμένη ως τα μπούνια με τ' αμπάρια σφιχτοσφαλισμένα, τα πανιά γιομάτα έφευγεν ίσκιος απάνω στο πρασινόγλαυκο κύμα. Τα δελφίνια έτρεχαν κ' εκείνα μαζί μας. Οι γλάροι σύγνεφο έσκουζαν ολόγυρα. — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισεν ο καπετάνιος ένα πρωί.